Facebook Ομάδα

29/4/22

Φοίτηση στο σχολείο ή επανάληψη του νηπιαγωγείου;

Τι είναι η σχολική ετοιμότητα και σε ποιες περιπτώσεις χρειάζεται  επαναφοίτηση στο νηπιαγωγείο;
πηγη

 

Φοίτηση στο σχολείο ή επανάληψη του νηπιαγωγείου;

Η φοίτηση στο σχολείο, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το νόμο ηλικία, ή η επανάληψη του νηπιαγωγείου αποτελεί ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο θέμα.

Τα αποτελέσματα στη διεθνή βιβλιογραφία, σε σχέση με την ωφελιμότητα της επαναφοίτησης σε παιδιά με ανεπαρκή σχολική ετοιμότητα, είναι αρκετά αντιφατικά. Φαίνεται όμως να επικρατεί η άποψη της έναρξης του σχολείου σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το νόμο ηλικία.

Στη χώρα μας δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν τα αποτελέσματα των διεθνών μελετών, καθώς υπάρχουν κάποιες ιδιαιτερότητες ως προς την οργάνωση της βασικής εκπαίδευσης κατά τα δύο πρώτα χρόνια (νηπιαγωγείο και Α’ Δημοτικού).

Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το νηπιαγωγείο έχει μια δομή παιδοκεντρική. Επιτρέπεται στο παιδί να σηκώνεται από το καρεκλάκι του, να κινείται μέσα στην τάξη, να μιλάει στον διπλανό του, ενώ κυρίαρχο στοιχείο σε όλες τις δραστηριότητες είναι το παιχνίδι. Τα παιδιά δουλεύουν σε μικρές ομάδες και η εκπαιδευτική διαδικασία συντελείται κυρίως μέσα από το παιχνίδι. Σε αυτή τη δομή, η αναλογία παιδαγωγού/ παιδιών συχνά είναι αρκετά μεγαλύτερη από αυτή που υπάρχει στην Α’ Δημοτικού.

  Αντίθετα η Α’ Δημοτικού έχει δομή πιο ενηλικοκεντρική, καθώς οι απαιτήσεις αλλάζουν. Το παιδί καλείται να κάθεται στην ίδια θέση για αρκετή ώρα, να μην κουνιέται, να μην μιλάει, να προσέχει και να μην διασπάται από τους θορύβους μέσα στην τάξη ή την αυλή. Πολλές φορές χρειάζεται να κάνει δύο ή τρία πράγματα μαζί, όπως να ακούει τη δασκάλα που υπαγορεύει, να γράφει και να μην ακούει το διπλανό του που του μιλάει. Τα παιδιά σπάνια δουλεύουν σε ομάδες και βγαίνουν στο διάλειμμα σε μια μεγάλη αυλή με πολύ μεγαλύτερα παιδιά.

 Επιπρόσθετα, η εκπαίδευση στο νηπιαγωγείο είναι ανομοιογενής ως προς τη φωνολογική ετοιμότητα και τις γραφο-κινητικές δεξιότητες που θα πρέπει να έχουν κατακτήσει τα παιδιά πριν την έναρξη του σχολείου. Αυτό συμβαίνει διότι σύμφωνα με το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών για το Νηπιαγωγείο (ΔΕΠΠΣ/2003), η πρώιμη κατάκτηση των δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής των μικρών παιδιών, βασίζεται στη θεωρία του «αναδυόμενου γραμματισμού».

Σύμφωνα με τη θεωρία του «αναδυόμενου γραμματισμού», το παιδί μεγαλώνοντας μέσα σε μια εγγράμματη κοινωνία που κατακλύζεται από γραπτό λόγο, επιγραφές, ανακοινώσεις, σήματα, λογότυπα, σύμβολα, συσκευασίες κ.ά. διαμορφώνει από πολύ νωρίς, πριν πάει σχολείο τις αντιλήψεις του και διατυπώνει τις υποθέσεις του για τον γραπτό λόγο. Έτσι, τα μικρά παιδιά παρουσιάζουν συμπεριφορές ανάγνωσης και γραφής, οι οποίες συνδέονται τόσο με την κωδικοποίηση και αποκωδικοποίηση του γραπτού λόγoυ, όσο και με την κατανόησή του πριν την είσοδο τους στο δημοτικό σχολείο και τη συστηματική εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής.

 Ακολουθώντας τις αρχές του «αναδυόμενου γραμματισμού», οι νηπιαγωγοί καλούνται να οργανώσουν, με αναπτυξιακά κατάλληλες δραστηριότητες, ένα υποστηρικτικό μαθησιακό περιβάλλον για την ανάδυση και κατάκτηση της ανάγνωσης και της γραφής. Πρόκειται για μια εξελικτική πορεία προς τη μάθηση, που λαμβάνει χώρα σταδιακά με την πάροδο του χρόνου και δεν προϋποθέτει τη διδασκαλία συγκεκριμένων προ-αναγνωστικών και προ-γραφικών δεξιοτήτων στο νηπιαγωγείο.

Αντίθετα στην Α΄ Δημοτικού, όπου αρχίζει η συστηματική εκμάθηση της γραφής και της ανάγνωσης, η εξελικτική διαδικασία είναι πολύ γρήγορη. Έτσι, σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών της Α’ Δημοτικού, τον Δεκέμβριο της τρέχουσας σχολικής χρονιάς, τα παιδιά αρχίζουν να διαβάζουν μικρά κείμενα και να γράφουν προτάσεις.

Αυτή η αναντιστοιχία εκπαιδευτικού προγράμματος και δομής μεταξύ νηπιαγωγείου και Α’ Δημοτικού, μπορεί να δυσκολέψει κάποια παιδιά κατά τη μετάβασή τους στο νέο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μαθησιακές δυσκολίες που δεν οφείλονται απαραίτητα σε εγγενείς δυσκολίες του παιδιού. Εξάλλου, η ομαλή ένταξη και η καλή μαθησιακή ικανότητα έχουν μεγάλη σημασία για την εικόνα που έχει το παιδί ως μαθητής και επηρεάζουν όλη τη σχολική πορεία του.

Επιπρόσθετα, η ανταγωνιστικότητα της σχολικής τάξης καθώς και η ελλιπής οργάνωση της ειδικής αγωγής στα ελληνικά σχολεία, δυσχεραίνουν την ομαλή πορεία της μάθησης στα παιδιά που δεν είναι έτοιμα για το σχολείο. Σε αυτό συμβάλει και το ότι το σχολικό εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά άκαμπτο, με αδυναμία να δεχθεί διαφοροποιήσεις.

Επιπλέον, το άγχος και οι υψηλές προσδοκίες της Ελληνικής οικογένειας, χωρίς απαραίτητα συμμετοχή στην αγάπη για μάθηση τα προηγούμενα χρόνια, είναι αρνητικοί παράγοντες.

Οι ομάδες παιδιών που θα πρέπει να εκτιμώνται για σχολική ετοιμότητα είναι:

 ● Όσα έχουν ήδη διαγνωστεί με κάποια αναπτυξιακή διαταραχή.

● Όσα προβληματίζουν τις νηπιαγωγούς ή τους γονείς.

 ● Όσα, κυρίως αγόρια, έχουν γεννηθεί προς στο τέλος του χρονολογικού έτους σύμφωνα με το οποίο γίνεται η εγγραφή στο σχολείο. Τα παιδιά αυτά θα πρέπει να συνυπάρξουν και να μοιραστούν  την εκπαιδευτική εμπειρία με παιδιά που αναπτυξιακά διαφέρουν από 6 έως και 11 μήνες.

● Όσα έχουν παράγοντες κινδύνου για μαθησιακές δυσκολίες π.χ. προωρότητα, χαμηλό για τη διάρκεια κύησης βάρος γέννησης, αισθητηριακές δυσκολίες, οικογενειακό ιστορικό, περιβάλλον πολιτισμικής αποστέρησης, φτώχεια κ.ά.

Εάν η εκτίμηση δείξει ότι το παιδί δεν διαθέτει την απαραίτητη ετοιμότητα για το σχολείο, η επανάληψη του νηπιαγωγείου αποτελεί μια αποδεκτή πρακτική για τα δεδομένα της χώρας μας. Ουσιαστικά, δεν πρόκειται για χάσιμο χρονιάς, καθώς η επαναφοίτηση στο νηπιαγωγείο, σε συνδυασμό με την παρακολούθηση ενός εξατομικευμένου προγράμματος παρέμβασης, δίνει χρόνο στο παιδί να ωριμάσει αναπτυξιακά και να κατακτήσει τις δεξιότητες που θα του εξασφαλίσουν μια πιο ομαλή πορεία μάθησης στο σχολείο. Επιπλέον, φαίνεται να μειώνει την ανάγκη για επανάληψη τάξης στο Δημοτικό με τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται στην αυτοεκτίμηση του παιδιού.

Εργαλεία εκτίμησης της σχολικής ετοιμότητας

1. Αθηνά Τεστ Διάγνωσης Δυσκολιών Μάθησης

 Δημιουργήθηκε από το ψυχομετρικό εργαστήριο του Τομέα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών για τη διάγνωση των δυσκολιών μάθησης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για το διαγνωστικό έλεγχο της σχολικής ετοιμότητας. Περιλαμβάνει μία δέσμη από επιμέρους διαγνωστικές δοκιμασίες, 14 κύριες και 1 συμπληρωματική, οι οποίες αξιολογούν ένα ευρύτατο φάσμα κινητικών, αντιληπτικών, νοητικών και ψυχογλωσσικών διεργασιών. Η χορήγησή του απαιτεί αρκετό χρόνο και αφού ολοκληρωθεί, δίνει ένα αναλυτικό-διαγνωστικό προφίλ του παιδιού με στόχο τον εντοπισμό ελλειμματικών περιοχών της ανάπτυξης που ενδεχομένως μπορούν να ενοχοποιηθούν για τις παρούσες ή μελλοντικές δυσκολίες μάθησης και προσαρμογής του παιδιού στο σχολείο. Για τη χορήγησή του απαιτείται πιστοποιημένη εκπαίδευση.

 2. Α΄ΤΕΣΤ

Δημιουργήθηκε από το Ιατρείο Αναπτυξιακής Παιδιατρικής του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία» το 2006 και αποτελεί ανιχνευτική δοκιμασία σχολικής ετοιμότητας. Περιλαμβάνει 7 επιμέρους κλίμακες, οι οποίες αξιολογούν διαφορετικές μαθησιακές και γνωστικές λειτουργίες. Παράλληλα, διαθέτει και 2 συμπληρωματικές κλίμακες που ελέγχουν την υπερκινητικότητα και το επίπεδο προσοχής του παιδιού. Απευθύνεται σε παιδιά νηπιαγωγείου ηλικίας 5 με 6,5 ετών.

Ως ανιχνευτικό εργαλείο, η χορήγησή του είναι απλή και σύντομη, δεν οδηγεί όμως σε διαγνωστικό αποτέλεσμα. Τα παιδιά που αποτυγχάνουν στο Α΄ΤΕΣΤ, πρέπει να παραπέμπονται για λεπτομερέστερη εκτίμηση και έλεγχο από ειδικούς. Για τη χορήγησή του απαιτείται εκπαίδευση.

 3. Ελληνική Κλίμακα Αξιολόγησης της ΔΕΠ/Υ (Κλίμακα για γονείς-Κλίμακα για Εκπαιδευτικούς)

Χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των προβλημάτων προσοχής, παρορμητικότητας και υπερκινητικότητας, που αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας. Αποτελεί στάθμιση στον ελληνικό παιδικό πληθυσμό της Κλίμακας Αξιολόγησης της ΔΕΠ/Υ, που κατασκευάστηκε από τους G.J. Du Paul και συν. σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-IV. Περιλαμβάνει 2 ερωτηματολόγια, ένα για τους γονείς και ένα για τους εκπαιδευτικούς. Πρόκειται για ένα χρήσιμο εργαλείο που επιτρέπει τον εντοπισμό παιδιών που είναι πιθανόν να εμφανίζουν τη διαταραχή, ώστε να παραπεμφθούν για διαγνωστική αξιολόγηση και αντιμετώπιση. Επιπλέον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της θεραπευτικής παρέμβασης.

Προαγωγή της σχολικής ετοιμότητας από τον παιδίατρο

 Όπως προαναφέρθηκε, ο ορισμός της σχολικής ετοιμότητας είναι σύνθετος και περιλαμβάνει τρεις επιμέρους ετοιμότητες: του παιδιού, του σχολείου και της οικογένειας/κοινότητας στην οποία μεγαλώνει το παιδί. Η ετοιμότητα του σχολείου και τα συστήματα υποστήριξης από την κοινότητα είναι παράμετροι που εξαρτώνται από τον πολιτικό και κοινωνικό σχεδιασμό της κάθε χώρας. Έτσι, ο βαθμός που εφαρμόζονται ποικίλει σημαντικά και δεν μπορεί να εξασφαλιστεί.

Η οικογένεια παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία του παιδιού για το σχολείο και μπορεί να υποστηριχτεί από τον παιδίατρο στα πλαίσια της συστηματικής και ολοκληρωμένης πρωτοβάθμιας παιδιατρικής φροντίδας.

Ο παιδίατρος στην καθημερινή πρακτική του έχει τη δυνατότητα να προάγει τη σωστή διατροφή, τη σωματική αύξηση και υγεία του παιδιού και να υποστηρίζει την ανάπτυξη. Μέσα από την τακτική και συστηματική παρακολούθηση της ανάπτυξης, ο παιδίατρος μπορεί να αναγνωρίσει έγκαιρα παιδιά με καθυστέρηση στην ανάπτυξη και να τα παραπέμψει για προγράμματα πρώιμης παρέμβασης. Η συμβουλευτική του σε θέματα ανάπτυξης και συμπεριφοράς και η συζήτηση των ανησυχιών που συχνά έχουν οι γονείς, συμβάλλουν θετικά στην ενίσχυση της σχέσης των γονέων με τα παιδιά τους. Επίσης, μπορεί να ανιχνεύσει ψυχοκοινωνικούς κινδύνους, όπως είναι η ενδοοικογενειακή βία, η κατάθλιψη της μητέρας, η χρήση ουσιών, η φτώχεια και η απουσία στήριξης της οικογένειας. Οι οικογένειες με αυτού του τύπου τις δυσκολίες χρειάζονται συμβουλευτική και συχνά παραπομπή στις κοινωνικές υπηρεσίες της κοινότητας.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο παιδίατρος, μέσα από την τακτική και ολοκληρωμένη πρωτοβάθμια παιδιατρική φροντίδα υγείας, έχει τη δυνατότητα και μπορεί να προάγει τη σχολική ετοιμότητα.

Αυτό επιτυγχάνεται με:

● Τη συστηματική παρακολούθηση και φροντίδα της σωματικής υγείας και ανάπτυξης των παιδιών.

 ● Την αναγνώριση παιδιών με καθυστέρηση στην ανάπτυξη και την έγκαιρη παραπομπή τους για διάγνωση και αντιμετώπιση.

● Τον τακτικό έλεγχο για προβλήματα όρασης και ακοής.

● Την προαγωγή της σωστής διατροφής και της τακτικής φυσικής δραστηριότητας, ως στοιχείων ιδιαίτερα σημαντικών για τη διατήρηση της καλής υγείας των παιδιών και των οικογενειών τους.

● Τον ανιχνευτικό έλεγχο για ιατρικές ή ψυχοκοινωνικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη σχολική επίδοση.

● Τη σωστή θεραπευτική αγωγή για χρόνιες ιατρικές παθήσεις, έτσι ώστε τα παιδιά να μην απουσιάζουν συχνά από το σχολείο

● Την ενθάρρυνση των γονέων να προάγουν την πρώιμη εκπαίδευση των παιδιών τους μέσα από:

 • το διάβασμα, ως μια καθημερινή δραστηριότητα.

• το παιχνίδι και τα τραγουδάκια που εστιάζουν σε συγκρίσεις ήχων φωνημάτων και ομοιοκαταληξίας.

 • καθημερινές ρουτίνες και σταθερές ώρες ύπνου, φαγητού.

• τον έπαινο ως ανταμοιβή.

 • τις αμοιβαίες και στοργικές σχέσεις, καθώς αποτελούν τη βάση για την υγιή ανάπτυξη του παιδιού.

Εκτίμηση σχολικής ετοιμότητας

Στην επίσκεψη των 5 με 6 ετών το παιδί πηγαίνει στο νηπιαγωγείο. Στόχος της επίσκεψης αυτής είναι ο παιδίατρος να εκτιμήσει τη συνολική ανάπτυξη του παιδιού και ιδιαίτερα στους τομείς εκείνους που σχετίζονται με τη σχολική ετοιμότητα (βλ. ειδικά θέματα). Τυχόν ανησυχίες των γονέων σχετικά με το αν το παιδί τους είναι έτοιμο για το σχολείο πρέπει να διερευνώνται. Η προσέγγιση του παιδιάτρου θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική, καθώς υπάρχει σημαντική διακύμανση στη φυσιολογική συμπεριφορά και γνωστική λειτουργία σε αυτή την ηλικία.

 Είναι σχετικά απίθανο, μέτρια με σοβαρά αναπτυξιακά προβλήματα, διαταραχές ή νοσήματα, να μην έχουν αναγνωριστεί μέχρι την επίσκεψη των 5 με 6 ετών σε ένα παιδί με τακτική και ολοκληρωμένη παιδιατρική φροντίδα. Όμως, υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν διαχρονική και συστηματική παιδιατρική παρακολούθηση (δυσκολίες στην οικογένεια, φτώχεια, συχνή αλλαγή κατοικίας…).

 Επομένως, η επίσκεψη των 5 με 6 ετών, καθώς γίνεται χρονικά λίγο καιρό πριν την έναρξη του σχολείου, δίνει μια ευκαιρία στον παιδίατρο να κάνει μια συστηματική ανασκόπηση στο ιατρικό και αναπτυξιακό ιστορικό του παιδιού, καθώς και στο οικογενειακό και κοινωνικό ιστορικό.

 Είναι γνωστό πως βιολογικοί παράγοντες όπως η προωρότητα, το πολύ χαμηλό βάρος γέννησης, η διαταραχή της ακοής, η επιληψία, άλλες χρόνιες παθήσεις που οδηγούν σε συχνές ή μακροχρόνιες νοσηλείες, καθώς και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες όπως είναι η φτώχεια, η μητρική κατάθλιψη, η οικογενειακή δυσαρμονία, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο της μητέρας, η μετανάστευση μπορούν να έχουν επίδραση στις γνωστικές δεξιότητες και στην κοινωνική μάθηση. Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της σχολικής ετοιμότητας, όπως επίσης και το θετικό οικογενειακό ιστορικό για μαθησιακές δυσκολίες που συχνά έχουν κληρονομική προδιάθεση.

Επίσης, ιδιαίτερα σημαντικό είναι να διερευνηθεί από τον παιδίατρο η προσαρμογή και οι προηγούμενες εμπειρίες του παιδιού στον παιδικό σταθμό και στο προνήπιο. Εάν οι προηγούμενες εμπειρίες είναι δύσκολες και οι δυσκολίες φαίνεται να επιμένουν, αυτό πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν. Οι πληροφορίες από τη νηπιαγωγό είναι επίσης πολύ σημαντικές, καθώς αφορούν στον τρόπο που λειτουργεί το παιδί στην τάξη, στην ομάδα, στο παιχνίδι με τα άλλα παιδιά, στην ικανότητα συγκέντρωσης και ολοκλήρωσης δραστηριοτήτων καθώς και στο επίπεδο γνωστικής ανάπτυξης και στην ποιότητα των γραφο-κινητικών δεξιοτήτων.

Στην ηλικία αυτή το παιδί νιώθει σχετικά άνετα κατά την εξέταση εφόσον και ο γονέας είναι παρών. Θα πρέπει να μπορεί να απαντήσει σε απλές και συγκεκριμένες ερωτήσεις με ομιλία καθαρή και πλήρως καταληπτή καθώς και να συμμορφώνεται σε αυτό που του ζητείται.

 Ο παιδίατρος, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, θα πρέπει να παρατηρεί προσεκτικά το παιδί τόσο κατά τη λήψη του ιστορικού όσο και κατά την εξέταση, ακόμα και κατά τη διάρκεια σύντομων αποχωρισμών από τους γονείς, ώστε να έχει μια συνολική άποψη για την ανάπτυξη και τη συμπεριφορά του.

Παρατηρώντας το παιδί στις διάφορες δραστηριότητες, ο παιδίατρος μπορεί να εκτιμήσει, αν:

● Μπορεί να ακολουθήσει σύνθετες εντολές χωρίς οπτική ένδειξη, π.χ. βγάλε τα παπούτσια σου, ανέβα στο κρεβάτι και ξάπλωσε.

 ● Μπορεί να διηγηθεί μια απλή ιστορία ή τις εμπειρίες της ημέρας χρησιμοποιώντας προτάσεις με σωστή δομή και οργάνωση.

● Ο λόγος του είναι πλήρως καταληπτός από τους άλλους με πλούσιο λεξιλόγιο, σωστή γραμματική και σύνταξη.

● Μπορεί να συγκεντρώνεται σε μια δραστηριότητα, όπως να ολοκληρώσει μια ζωγραφιά.

● Έχει κατακτήσει τις απαιτούμενες γραφο-κινητικές δεξιότητες π.χ. κρατάει το μολύβι με ώριμη τριποδική λαβή, αντιγράφει σχήματα, έχει εδραιώσει πλευρίωση, ζωγραφίζει, γράφει το όνομά του.

 ● Ντύνεται και ξεντύνεται μόνο του με ελάχιστη βοήθεια. Ιδιαίτερη σημασία για την κατάκτηση του γραπτού λόγου έχει η φωνολογική ενημερότητα, η ικανότητα δηλαδή του παιδιού να διακρίνει, να ξεχωρίζει και να χειρίζεται σωστά τις μικρές φωνολογικές μονάδες που αποτελούν τις λέξεις.

Ο παιδίατρος μπορεί να ελέγξει αν το παιδί έχει φωνολογική ενημερότητα με απλές δοκιμασίες όπως αν:

● Αναγνωρίζει κάποια γράμματα της αλφαβήτου.

● Συσχετίζει γράμμα-ήχο και μπορεί να βρει λέξεις που αρχίζουν από κάποιο φώνημα π.χ. πες μου μια λέξη που αρχίζει από «π».

● Μπορεί να χωρίσει μια λέξη σε συλλαβές χτυπώντας παλαμάκια.

Η αδρή κινητικότητα και ο συντονισμός των κινήσεων μπορεί να εκτιμηθεί από τον παιδίατρο ζητώντας από το παιδί:

 ● Να σταθεί στο ένα πόδι για 5 με 10 δευτερόλεπτα.

 ● Να κάνει 5 βήματα κουτσό.

● Να πετάξει και να πιάσει μια μπάλα.

Τέλος, ο παιδίατρος μπορεί να εκτιμήσει τη γνωστική ανάπτυξη και τον πρακτικό συλλογισμό του παιδιού ζητώντας:

● Να αριθμήσει τουλάχιστον 10 αντικείμενα.

● Να αναγνωρίσει τουλάχιστον 6 χρώματα.

 ● Να επαναλάβει σωστά μια σειρά από 4 αριθμούς π.χ. 3-7-2-9 (ακουστική μνήμη).

● Να συμπληρώσει προτάσεις όπως «η ντομάτα είναι κόκκινη, η μπανάνα είναι ….» (σύνθετη και επαγωγική σκέψη).

Είναι σημαντικό να διερευνηθούν ζητήματα που σχετίζονται με το διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο του παιδιού και της οικογένειας, εφόσον πρόκειται για ένταξη στο ελληνικό σχολικό σύστημα, δηλαδή σε διαφορετικό εκπαιδευτικό περιβάλλον από αυτό της οικογένειας. Ολοκληρώνοντας την εκτίμηση, ο παιδίατρος έχει μια αναλυτική εικόνα της ανάπτυξης του παιδιού σε όλους τους τομείς, καθώς και του επιπέδου προσοχής και κινητικότητας που επίσης επηρεάζουν τη διαδικασία της μάθησης. Εάν κατά την εκτίμηση προκύψει η παρουσία σημαντικών αναπτυξιακών προβλημάτων που δεν είχαν ανιχνευτεί νωρίτερα ή υπάρχουν αμφιβολίες για τις δεξιότητες του παιδιού, ο παιδίατρος θα πρέπει να παραπέμψει το παιδί για διαγνωστική αξιολόγηση και αντιμετώπιση.

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Σχολική ετοιμότητα

Η έναρξη της Α΄ Δημοτικού αποτελεί ένα σημαντι κό ορόσημο στη ζωή του παιδιού αλλά και της οικογένειάς του. Η πρώιμη σχολική επιτυχία ή αποτυχία μπορεί να επηρεάσει συνολικά το παιδί, την αυτοεκτίμησή του καθώς και το κίνητρό του για μάθηση στη συνέχεια της ακαδημαϊκής του πορείας. Επειδή οι πρώτες σχολικές εμπειρίες είναι σημαντικές, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι το παιδί ξεκινάει το σχολείο όταν είναι αναπτυξιακά έτοιμο να συμμετέχει στις δραστηριότητες της τάξης με τη μεγαλύτερη πιθανότητα για επιτυχία.

Η έννοια της σχολικής ετοιμότητας είναι ιδιαίτερα σύνθετη και δεν περιορίζεται μόνο στην ετοιμότητα του παιδιού καθώς εξαρτάται και από το εκπαιδευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο το παιδί θα βρεθεί αλλά και την οικογένεια και την κοινότητα στην οποία ζει και μεγαλώνει.

 Έτσι, ο σύγχρονος ορισμός της σχολικής ετοιμότητας περιγράφεται μέσα από τρία επιμέρους σημαντικά στοιχεία:

 ● Ετοιμότητα του παιδιού.

 ● Ετοιμότητα του σχολείου.

● Ετοιμότητα της οικογένειας αλλά και της κοινότητας να διευκολύνει και να στηρίξει τη μετάβαση του παιδιού σε ένα δομημένο εκπαιδευτικό πλαίσιο.

 Οι καλά οργανωμένες κοινωνίες μεριμνούν ώστε όλα τα παιδιά να ξεκινούν το σχολείο «έτοιμα για να μάθουν».

 Η σχολική ετοιμότητα των παιδιών αποτελεί έναν από τους κύριους δείκτες ευαισθησίας και επάρκειας των παροχών της Πολιτείας, ιδιαίτερα στις οικονομικά αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Επειδή οι κοινωνικοί δείκτες είναι καθοριστικοί, στις Η.Π.Α. εδώ και χρόνια εφαρμόζεται το εθνικό πρόγραμμα προσχολικής εκπαίδευσης Head Start που προετοιμάζει παιδιά από επιβαρυμένα περιβάλλοντα για την είσοδό τους στην επίσημη εκπαίδευση.

Καθώς όμως η ετοιμότητα του σχολείου και τα συστήματα υποστήριξης από την κοινότητα είναι παράμετροι που εξαρτώνται από τον πολιτικό και κοινωνικό σχεδιασμό της κάθε χώρας, ο βαθμός που εφαρμόζονται ποικίλει σημαντικά και δεν μπορεί να εξασφαλιστεί. Επομένως, είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος της οικογένειας, αλλά και του παιδιάτρου που παρακολουθεί διαχρονικά και υποστηρίζει την ανάπτυξη των παιδιών, στο να εξασφαλίσουν ότι τα παιδιά είναι επαρκώς προετοιμασμένα για να ξεκινήσουν το σχολείο.

Α. Ετοιμότητα του παιδιού

Η σχολική ετοιμότητα από την πλευρά του παιδιού αναφέρεται σε ένα σύνολο από δεξιότητες οι οποίες το καθιστούν ικανό να επωφεληθεί από την προσφορά μάθησης μέσα στο σχολείο, αλλά και να ανταπεξέλθει στις πολλαπλές εκπαιδευτικές απαιτήσεις που θα συναντήσει στο νέο περιβάλλον.

 Αναπτυξιακές απαιτήσεις στην είσοδο στο σχολείο

● Αυξανόμενη ανεξαρτητοποίηση.

● Ενσωμάτωση των γνωστικών δεξιοτήτων που απαιτούνται για να μάθουν να διαβάζουν. ● Ικανότητα να κάνουν σχέσεις με άλλα παιδιά και ενήλικες.

● Ικανότητα να συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες και να ακολουθούν κανόνες και οδηγίες.

● Προοδευτική απόκτηση της αίσθησης της ταυτότητάς τους τόσο μέσα όσο και έξω από το οικογενειακό περιβάλλον. Οι βασικοί τομείς της ανάπτυξης που ορίζουν την ετοιμότητα του παιδιού για την έναρξη του σχολείου είναι οι ακόλουθοι:

 ● Σωματική υγεία και κινητική ανάπτυξη.

● Κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη.

● Γλωσσική ανάπτυξη.

● Γνωστική ανάπτυξη και γενικές γνώσεις.

● Προσέγγιση της διαδικασίας της μάθησης.

Οι παραπάνω τομείς αλληλοσυσχετίζονται και αλληλεπικαλύπτονται σε κάποιο βαθμό. Γίνεται σαφές ότι η ετοιμότητα του παιδιού δεν ορίζεται πλέον ως η κατάκτηση συγκεκριμένων ακαδημαϊκών δεξιοτήτων, αλλά θεωρείται περισσότερο ως ένα σύνθετο δίκτυο της ανάπτυξης που συνδέει τη σωματική, γνωστική, κοινωνική και γλωσσική λειτουργία.

Πρώιμοι βιολογικοί παράγοντες, όπως η προωρότητα, το πολύ χαμηλό βάρος γέννησης, η επιβαρυμένη περιγεννητική περίοδος, μπορούν να επηρεάσουν την ωρίμανση του εγκεφάλου και την επακόλουθη αναπτυξιακή έκβαση. Επίσης, οι πρώιμες εμπειρίες παίζουν σημαντικό ρόλο στην ωρίμανση του εγκεφάλου μετά τη γέννηση. Η δενδριτική αύξηση, η μυελίνωση και η συναπτογένεση είναι διαδικασίες ιδιαίτερα ενεργές στα πρώτα χρόνια της παιδικής ηλικίας. Αυτές οι νευρολογικές αλλαγές επηρεάζονται από γενετικά καθοριζόμενες βιολογικές διαδικασίες που αλληλεπιδρούν με περιβαλλοντικούς και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες.

 Έτσι, η φτώχεια, το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων, η κατάθλιψη της μητέρας έχουν σημαντικά αρνητική επίδραση στους τομείς της ανάπτυξης που σχετίζονται με τη σχολική ετοιμότητα.

Εκτός από τους παραπάνω βιολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που επιδρούν στην ετοιμότητα του παιδιού για το σχολείο είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται ότι η ανάπτυξη εξελίσσεται με διαφορετικό ρυθμό σε κάθε παιδί. Έτσι, είναι αναμενόμενο παιδιά με την ίδια χρονολογική ηλικία να παρουσιάζουν διαφορές ως προς τους τομείς που πρέπει να έχουν κατακτηθεί πριν την είσοδο στο σχολείο. Οι διαφορές αυτές συνήθως με την πάροδο του χρόνου και την κατάλληλη υποστήριξη αμβλύνονται.

 Παρακάτω αναλύονται οι τομείς που ορίζουν την ετοιμότητα του παιδιού για το σχολείο.

 Σωματική υγεία και κινητική ανάπτυξη

Η σωματική και κινητική ανάπτυξη στα παιδιά ποικίλει και εξαρτάται από την κατάσταση της υγείας τους, τη σωματική αύξηση, τις φυσικές ικανότητες και δυσκολίες που συχνά είναι απόρροια προ-γεννητικών και περι-γεννητικών συμβαμάτων. Αν και η φυσιολογική σωματική κατάσταση βοηθάει το παιδί να προσέχει και να συμμετέχει σε κοινωνικές και ακαδημαϊκές δραστηριότητες, η επηρεασμένη σωματική ή κινητική ανάπτυξη δεν εμποδίζει απαραίτητα το παιδί από την είσοδο και τη φοίτησή του στο σχολείο. Μπορεί όμως να επηρεάζει την ικανότητα του παιδιού να εκτελεί σχολικές δραστηριότητες και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό του εκπαιδευτικού προγράμματος του παιδιού.

Παραδείγματα καταστάσεων που επηρεάζουν τη σωματική υγεία και κατά συνέπεια το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ή τον σχεδιασμό υπηρεσιών π.χ. ειδική αγωγή, είναι:

● Γενετικές ή συγγενείς διαταραχές που μπορεί να χρειάζονται πρόγραμμα αποκατάστασης και ενίσχυση στο σχολικό πρόγραμμα.

● Καθυστέρηση της αδρής ή λεπτής κινητικότητας και ειδικότερα των δεξιοτήτων που είναι απαραίτητες για την εξερεύνηση του περιβάλλοντος, τη συμμετοχή σε κοινωνικές δραστηριότητες και κινητικά παιχνίδια καθώς και στις γραφο-κινητικές δεξιότητες. Τα παιδιά μεταξύ 5 με 6 ετών αναμένεται να έχουν καλό συντονισμό κινήσεων και κινητικό έλεγχο ώστε να μπορούν να πηδούν με ποικίλους τρόπους, να σκαρφαλώνουν, να τρέχουν, να χορεύουν, να ισορροπούν στο ένα πόδι για 5 με 10 δευτερόλεπτα, να πετούν και να πιάνουν μπάλα. Επιπλέον, τα παιδιά αυτής της ηλικίας γνωρίζουν το σώμα τους, διαχωρίζουν τις δύο πλευρές τους, αναγνωρίζουν τις έννοιες «δεξί-αριστερό», έχουν εγκαταστήσει πλευρίωση και αντιλαμβάνονται και προσαρμόζονται σε δεδομένους ρυθμούς. Η εξέλιξη της λεπτής κινητικότητας καθώς και του οπτικο-κινητικού συντονισμού, τους επιτρέπει να αντιγράφουν σχήματα και γράμματα, να γράφουν το όνομά τους, να ζωγραφίζουν άνθρωπο και σπίτι και να κόβουν με ευχέρεια σχήματα με ψαλίδι. Οι δυσκολίες στην αδρή και λεπτή κινητικότητα σχετίζονται με μαθησιακές δυσκολίες γι’ αυτό και πρέπει να αναγνωρίζονται και να αντιμετωπίζονται έγκαιρα.

● Προβλήματα όρασης ή ακοής πρέπει να αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη υποστήριξη κατά την είσοδο στο σχολείο.

● Χρόνιες ιατρικές παθήσεις π.χ. βρογχικό άσθμα, σακχαρώδης διαβήτης, επιληψία κ.ά., μπορεί να οδηγήσουν σε απουσίες από το σχολείο ή να επηρεάσουν τη διαδικασία της μάθησης.

● Κακές συνήθειες ή διαταραχές ύπνου μπορεί να επηρεάσουν τη σχολική ετοιμότητα και απόδοση. Παιδιά που κοιμούνται συνολικά λιγότερο χρόνο ή έχουν αυξημένο αριθμό νυχτερινών ξυπνημάτων, παρουσιάζουν υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας και συχνά είναι πιο ανώριμα γνωστικά και συναισθηματικά.

 Συνοψίζοντας, η σωματική υγεία του παιδιού μπορεί να επηρεάσει τις πρώιμες εμπειρίες μάθησης. Παιδιά που αποκλίνουν σημαντικά από το αναμενόμενο φυσιολογικό, μπορεί να χρειάζονται παραπομπή σε ειδικές διαγνωστικές μονάδες για έγκαιρη έναρξη προγραμμάτων παρέμβασης/αποκατάστασης ή και τροποποιήσεις στο σχολικό πρόγραμμα.

Κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη

Η κοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού περιλαμβάνει την αντίληψη του εαυτού του καθώς και τις διαπροσωπικές δεξιότητες. Η υγιής κοινωνικο-συναισθηματική ανάπτυξη κατά την προσχολική ηλικία επηρεάζει θετικά τη γνωστική ανάπτυξη και τις προ-μαθησιακές δεξιότητες του παιδιού και παίζει σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα σχολική επιτυχία.

 Η συναισθηματική ανάπτυξη αναφέρεται στο εύρος και στο βάθος των συναισθημάτων που βιώνονται από το παιδί π.χ. χαρά, θυμός, λύπη, περηφάνια, ντροπή, ενοχή, στον τρόπο που τα συναισθήματα αυτά εκφράζονται και στο εάν το παιδί εκδηλώνει ευαισθησία προς τους άλλους ανθρώπους αντιλαμβανόμενο ότι και οι άλλοι έχουν συναισθήματα (ενσυναίσθηση). Η ικανότητα των παιδιών να εκφράζουν, να κατανοούν και να ελέγχουν τα συναισθήματά τους αναπτύσσεται σταδιακά από τη στιγμή της γέννησής τους.

Η κοινωνική ανάπτυξη αντανακλά την ικανότητα του παιδιού να συνάπτει αμοιβαίες σχέσεις με τους συνομηλίκους του και τους ενήλικες. Περιλαμβάνει την ικανότητα να λαμβάνει υπ’ όψιν τη διαφορετική άποψη του άλλου καθώς και την ικανότητα να δημιουργεί ευκαιρίες για να μοιράζεται. Η ικανότητα του παιδιού να αλληλεπιδρά καλά με τους συνομηλίκους του, αποτελεί ένα σημαντικό προγνωστικό παράγοντα για την ομαλή ένταξη στο κοινωνικό σύνολο κατά την ενήλικη ζωή. Επιπλέον, η ανάπτυξη στενών κοινωνικών σχέσεων με τους ενήλικες (γονείς, παιδαγωγούς) παρέχει συναισθηματική ασφάλεια και προστασία στο παιδί και αποτελεί ένα πρότυπο για την ανάπτυξη γνήσιων διαπροσωπικών σχέσεων.

 Η σχολική ζωή απαιτεί οργάνωση και συμμόρφωση σε κανόνες. Κατά την είσοδο στο σχολείο το παιδί πρέπει να είναι κοινωνικο-συναισθηματικά ώριμο για να μπορέσει να προσαρμοστεί και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του νέου περιβάλλοντος.

 Οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες που είναι σημαντικό να έχουν κατακτηθεί από ένα παιδί κατά την έναρξη του σχολείου είναι:

Ικανότητα αυτορρύθμισης της συμπεριφοράς. Η δεξιότητα αυτή αναφέρεται στην ικανότητα του παιδιού να ελέγχει την παρόρμησή του, να προσαρμόζει την προσοχή και το επίπεδο κινητικότητάς του μέσα στην τάξη, καθώς και να ρυθμίζει τις συναισθηματικές αντιδράσεις του για το χρονικό διάστημα που απαιτείται. Ένα παιδί 5,5 χρόνων που μπορεί να διατηρήσει την προσοχή του μόνο όταν η πληροφορία του δίνεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο, π.χ. η δασκάλα ή ο γονέας να κάθεται δίπλα στο παιδί και να το καθοδηγεί κατά τη διαδικασία της μάθησης ή όταν όλα τα διασπαστικά ερεθίσματα έχουν απομακρυνθεί, θα έχει σοβαρές δυσκολίες όταν έρθει αντιμέτωπο με την πολυπλοκότητα της συνηθισμένης τάξης, όπου υπάρχει πληθώρα ερεθισμάτων και πολλαπλές μορφές διέγερσης.

 ● Επαρκή εκτελεστική λειτουργία. Το παιδί είναι σημαντικό να διαθέτει οργάνωση και δυνατότητα σχεδιασμού των επομένων βημάτων του, να μπορεί να ακολουθήσει οδηγίες, να ολοκληρώνει δραστηριότητες, να έχει ικανότητα να κατανοεί αλληλουχίες καθώς και να περιμένει τη σειρά του.

Ικανότητα αποχωρισμού από τους γονείς. Παρά το ότι είναι σπάνιο ένα παιδί να μην έχει αποκτήσει εμπειρίες εκτός σπιτιού και μακριά από τους γονείς του πριν ξεκινήσει το σχολείο, συχνά υπάρχουν δυσκολίες στον αποχωρισμό. Ο παιδίατρος μπορεί να πάρει από τους γονείς πληροφορίες για τη συμπεριφορά του παιδιού στον αποχωρισμό, καθώς και για τις εμπειρίες του με ενήλικες και παιδιά στο προσχολικό περιβάλλον. Ο καλύτερος προγνωστικός δείκτης επιτυχούς αποχωρισμού και εισόδου στο σχολείο είναι οι προηγούμενες καλές εμπειρίες του παιδιού. Μερικά παιδιά στην Α΄ Δημοτικού εκτίθενται σε νέες εμπειρίες, όπως σχολικό λεωφορείο ή μεγάλο πλαίσιο με πολλά παιδιά, διάλειμμα με μεγάλα παιδιά και μπορεί να δυσκολευτούν κοινωνικά και να τροποποιήσουν την αντίδρασή τους ως προς τον αποχωρισμό. Πρόσθετα, το άγχος των γονέων για το νέο εκπαιδευτικό πλαίσιο, συχνά επιτείνει ή επαναφέρει το άγχος αποχωρισμού.

 ● Ικανότητα να εκφράζει τα συναισθήματά του και να συναλλάσσεται κοινωνικά με κατάλληλο τρόπο, π.χ. να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, να εκφράζει τη γνώμη του και τις ανάγκες του, να αναγνωρίζει την επίδραση των πράξεών του στους άλλους, να κατανοεί την άποψη των άλλων και να αποδέχεται τη διαφορετικότητα, να έχει την ικανότητα αλλά και το ενδιαφέρον να κατακτήσει νέες εμπειρίες. Επίσης, πρέπει να διαθέτει δεξιότητες συνεργατικού παιχνιδιού, να μοιράζεται, να βοηθάει, να περιμένει τη σειρά του, να σέβεται τους κανόνες.

 ● Ικανότητα να συνάπτει και να διατηρεί σχέσεις με τους άλλους, δηλ. να αλληλεπιδρά μαζί τους με σεβασμό, να αναγνωρίζει την πρόθεση των πράξεων των άλλων, να προσφέρει αλλά και να αναζητά βοήθεια.

Ικανότητα να κατανοεί και να τηρεί τους κανόνες του σχολείου. Είναι σημαντικό το παιδί να ανταποκρίνεται θετικά στον παιδαγωγό και να μπορεί να συμμορφώνεται στους κανόνες, με ή χωρίς υπενθύμιση, αλλά και χωρίς πίεση και δυσαρέσκεια.

Αρκετές από τις παραπάνω δεξιότητες, όπως η αυτορρύθμιση και η προσαρμοστική συμπεριφορά, η προσοχή και οι διαπροσωπικές δεξιότητες μπορούν να βελτιωθούν και να ενισχυθούν μέσα από την εκπαίδευση και τις εμπειρίες που προσφέρει ένα καλά δομημένο πλαίσιο προσχολικής αγωγής αλλά και η ίδια η οικογένεια.

 Οι κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες φαίνεται να είναι σημαντικός προγνωστικός δείκτης για τη σχολική επιτυχία παράλληλα με τις γνωστικές δεξιότητες του παιδιού και τα χαρακτηριστικά της οικογένειας.

Γλωσσική ανάπτυξη

 Η γλωσσική ανάπτυξη περιλαμβάνει τις λεκτικές γλωσσικές δεξιότητες όπως είναι η ομιλία, το λεξιλόγιο και η κατανόηση, αλλά και τις αναδυόμενες προ-αναγνωστικές δεξιότητες, όπως η συσχέτιση ήχου και γράμματος και η συνειδητοποίηση ότι οι ιστορίες έχουν αρχή, μέση και τέλος. Η ανάπτυξη των γλωσσικών δεξιοτήτων συμβάλλει σημαντικά στην ανάπτυξη της αντίληψης και του πρακτικού συλλογισμού και σχετίζεται άμεσα με τη σχολική επιτυχία.

Η καθυστέρηση στη γλωσσική ανάπτυξη έχει συσχετιστεί με μαθησιακές δυσκολίες. Πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στο παιδί με ιστορικό πρώιμης γλωσσικής καθυστέρησης, ακόμα και αν οι δυσκολίες φαίνεται πως υποχώρησαν στη διάρκεια των προσχολικών χρόνων. Ιδιαίτερη σημασία έχει η διαδικασία της γλωσσικής εξέλιξης του παιδιού καθώς και ο χρόνος που παρατηρούνται τα γλωσσικά ελλείμματα.

Η παρουσία γλωσσικών προβλημάτων λίγο πριν την έναρξη του σχολείου έχει συσχετιστεί ισχυρά με μειωμένη σχολική ετοιμότητα. Μέχρι και το 50% των παιδιών σχολικής ηλικίας που παρουσιάζουν γλωσσική διαταραχή έχουν επίσης μαθησιακή δυσκολία που αφορά την ανάγνωση.

 Η γλώσσα θεωρείται ότι έχει κατακτηθεί από το παιδί όταν έχει δομήσει σωστά τη φωνολογική, συντακτική, σημασιολογική και πραγματολογική ανάπτυξη. Στον προφορικό λόγο αυτό σημαίνει, ότι το παιδί 5–6 ετών διαθέτει ευκρίνεια λόγου, σωστή άρθρωση, σωστή χρήση της γραμματικής και του συντακτικού, ικανοποιητικό μέγεθος λεξιλογίου και γνώση της σημασίας των λέξεων. Όσον αφορά τον αντιληπτικό λόγο, μπορεί να εκτελεί εντολές με 3 ή 4 μέρη, μπορεί να παρακολουθεί ιστορία χωρίς εικόνες, να διασκεδάζει με ανέκδοτα και αινίγματα και μπορεί να καταλάβει ότι μια λέξη μπορεί να έχει δύο έννοιες.

 Η καθυστερημένη γλωσσική ανάπτυξη είναι το πιο συνηθισμένο αίτιο ανεπαρκούς σχολικής ετοιμότητας που αναγνωρίζεται από τους νηπιαγωγούς. Ένα παιδί που δεν έχει αποκτήσει σταθερά πρότυπα άρθρωσης, ιδιαίτερα στα συμφωνικά συμπλέγματα, θα δυσκολευτεί στην κατάκτηση της ανάγνωσης και της γραφής.

Όμως, τα προβλήματα στον αντιληπτικό λόγο, στη σημασιολογία ή την πραγματολογία είναι πιο σοβαρά και αποτελούν πιο ισχυρό προγνωστικό παράγοντα ανεπαρκούς σχολικής ετοιμότητας σε σχέση με τα προβλήματα στον εκφραστικό λόγο που συνήθως είναι και τα πιο εμφανή.

Τα παιδιά που μεγαλώνουν σε δίγλωσσες οικογένειες συχνά παρουσιάζουν μια ήπια καθυστέρηση στον εκφραστικό λόγο μέχρι τα 2 έτη, η οποία φυσιολογικά δεν παρατηρείται μετά την ηλικία των 3 ετών. Η έκθεση σε δίγλωσσο περιβάλλον διευκολύνει παρά παρεμποδίζει μακροπρόθεσμα τη γλωσσική ανάπτυξη. Έτσι, στην έναρξη του σχολείου τα δίγλωσσα παιδιά δεν θα πρέπει να παρουσιάζουν γλωσσική δυσλειτουργία λόγω της διγλωσσίας και η σύγχυση στη χρήση των δύο γλωσσών θα πρέπει να έχει υποχωρήσει.

Η γλωσσική ανάπτυξη είναι επίσης στενά συνυφασμένη με την κοινωνικο-συναισθηματική ανάπτυξη. Η χρήση της γλώσσας απαιτεί συμφωνία σχετικά με τους τρόπους που οι λέξεις χρησιμοποιούνται και τη δομή της επικοινωνίας μέσα σε μία ομάδα (πραγματολογία). Το μεγαλύτερο μέρος της γλωσσικής ανάπτυξης ενός παιδιού συμβαίνει μέσα από την αλληλεπίδραση με τους άλλους ανθρώπους, και ιδιαίτερα τους γονείς και τα πρόσωπα φροντίδας, οι οποίοι και συχνά παρέχουν τις γέφυρες για τις πρώιμες επικοινωνιακές προσπάθειες.

 Όπως προαναφέρθηκε, η γλωσσική ανάπτυξη περιλαμβάνει και τις προ-αναγνωστικές δεξιότητες. Η διαδικασία της εκμάθησης του γραπτού λόγου αρχίζει από πολύ νωρίς, πολύ πριν το παιδί μάθει να διαβάζει. Πρόκειται για τη διαδικασία κατά την οποία το παιδί αρχίζει να δίνει νόημα σε σύμβολα και μαθαίνει να ακούει και να θυμάται. Η πρώιμη έκθεση στα βιβλία και στο διάβασμα είναι εξαιρετικά βοηθητικά. Τα παιδιά που οι γονείς τους διαβάζουν βιβλία στη διάρκεια των προσχολικών χρόνων, ξεκινούν το σχολείο με καλύτερες δεξιότητες από εκείνα που οι γονείς τους δεν τους διαβάζουν. Όμως, όταν τα παιδιά μεγαλώνουν σε εγγράμματες κοινωνίες όπου κυριαρχεί ο έντυπος λόγος, η έκθεση σε γραπτές λέξεις υπάρχει και με πολλούς άλλους τρόπους, π.χ. πινακίδες στους δρόμους, τηλεόραση, περιοδικά, καταστήματα, ρούχα κλπ.

 Ένας σημαντικός δείκτης της μεταγενέστερης επιτυχίας του παιδιού στην ανάγνωση, που σχετίζεται ισχυρά με τη γλωσσική του επάρκεια, είναι ο βαθμός της φωνολογικής ενημερότητας που διαθέτει. Πρόκειται για την ικανότητα του παιδιού να διακρίνει, να ξεχωρίζει και να χειρίζεται σωστά τις μικρές φωνολογικές μονάδες που αποτελούν τις λέξεις. Έτσι, το παιδί λίγο πριν την έναρξη του σχολείου αναμένεται να αναγνωρίζει τα περισσότερα γράμματα της αλφαβήτου, να συνδέει γράμμα με ήχο και να μπορεί να βρει λέξεις που αρχίζουν από ένα γράμμα, να μπορεί να χωρίσει μια λέξη σε συλλαβές, να κατανοεί την έννοια της ομοιοκαταληξίας και να μπορεί να σχηματίσει συλλαβές. Τα παραπάνω μαζί και με το οπτικό ταίριασμα (να αναγνωρίζει λέξεις που αρχίζουν με το ίδιο γράμμα από μία λίστα), τη λεκτική μνήμη (να ανακαλεί μια πρόταση ή μια ιστορία που μόλις ειπώθηκε) και την ικανότητα να ονοματίζει γρήγορα, αποτελούν σημαντικούς προγνωστικούς δείκτες της αναγνωστικής ετοιμότητας.

Το οικογενειακό ιστορικό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο, καθώς διαταραχές όπως η δυσλεξία και κάποιοι άλλοι τύποι μαθησιακών διαταραχών συχνά έχουν μια οικογενειακή προδιάθεση.

Γνωστική ανάπτυξη και γενικές γνώσεις

Η γνωστική ανάπτυξη και οι γενικές γνώσεις περιλαμβάνουν δεξιότητες λογικο-μαθηματικής σκέψης, όπως την αναγνώριση ότι τα διάφορα αντικείμενα έχουν ποικίλα χαρακτηριστικά, π.χ. χρώμα, σχήμα, μέγεθος, αριθμό, καθώς και την ικανότητα ταξινόμησης, αντιστοίχισης και σύγκρισης των αντικειμένων σύμφωνα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Έτσι, το παιδί 5–6 ετών εμπλέκεται σε καταστάσεις προβληματισμού και επεξεργάζεται ποσότητες, σχέσεις, σχήματα και αριθμούς. Παράλληλα, οργανώνει και επεκτείνει τις γνώσεις του σχετικά με τους αριθμούς (αριθμεί, εκτελεί απλές μαθηματικές πράξεις, μετρά αντίστροφα από το 10, κ.ά.).

 Στην ηλικία αυτή αναπτύσσεται η κριτική ικανότητα και το παιδί αποκτά σύνθετη και επαγωγική σκέψη που το οδηγεί σε λογικά συμπεράσματα (π.χ. η ντομάτα είναι κόκκινη, η μπανάνα είναι…). Αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη ροή του χρόνου και τις χρονικές έννοιες όπως πριν-μετά, σήμερα-χθες-αύριο, καθώς και τη χρονική διαδοχή των γεγονότων. Έτσι, είναι σε θέση να αφηγείται ένα γεγονός με τη σωστή χρονολογική σειρά και να διηγηθεί μια μικρή ιστορία με αρχή-μέση και τέλος.

Καθώς εξελίσσεται η γνωστική ανάπτυξη, αναπτύσσεται σε ικανοποιητικό βαθμό τόσο η βραχύχρονη όσο και η μακροπρόθεσμη μνήμη και το παιδί είναι σε θέση να απομνημονεύει οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα. Επιπλέον, διαθέτει επαρκείς οπτικο-χωρικές και οπτικο-αντιληπτικές δεξιότητες που του επιτρέπουν να κάνει κατασκευές, να ζωγραφίζει άνθρωπο που αποτελείται από 6–8 μέρη σώματος, να αντιγράφει σχήματα, να γράφει το όνομά του, γράμματα και αριθμούς. Οι δεξιότητες αυτές είναι πολύ σημαντικές για την ικανότητα της αντιγραφής από τον πίνακα ή το βιβλίο.

Το παιδί στην ηλικία αυτή, έχοντας αναπτύξει τις κατάλληλες γνωστικές και γλωσσικές δεξιότητες, εξοικειώνεται περισσότερο με τον γραπτό λόγο και τις συμβάσεις του, π.χ. ότι διαβάζουμε από πάνω προς τα κάτω και από αριστερά προς τα δεξιά και κατανοεί καλύτερα τις συσχετίσεις ήχων και συμβόλων.

 Επιπλέον, μέσα από την παρακολούθηση του εκπαιδευτικού προγράμματος του νηπιαγωγείου, εκτίθεται σε γενικές γνώσεις που μαθαίνονται στο σχολείο, τις οποίες κατακτά και μπορεί να τις ανακαλεί. Παλαιότερα, η γνωστική ικανότητα και γενικότερα η νοημοσύνη, θεωρείτο ο πιο σημαντικός και συχνά ο μοναδικός δείκτης σχολικής ετοιμότητας. Μερικές φορές οι γονείς στην προσπάθεια τους να προετοιμάσουν το παιδί τους, ώστε να έχει τα καλύτερα εφόδια για σχολική επιτυχία, επικεντρώνονται μόνο στο γνωστικό τομέα. Για την ομαλή όμως ένταξη του παιδιού στο σχολείο χρειάζεται να υποστηριχτούν και να ενισχυθούν όλοι οι τομείς της ανάπτυξης που ορίζουν την ετοιμότητα του παιδιού.

Προσέγγιση της διαδικασίας της μάθησης

Η προσέγγιση της διαδικασίας της μάθησης αναφέρεται στις στρατηγικές που θα υιοθετήσει το παιδί για να αποκτήσει, να χρησιμοποιήσει και να επιδείξει δεξιότητες ή γνώση.

Τα παιδιά προσεγγίζουν τη διαδικασία της μάθησης ανάλογα με τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά τους και τον τρόπο μάθησης.

ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά είναι εγγενή ή έχουν εγκατασταθεί σε μια πολύ πρώιμη ηλικία. Αναφέρονται σε παράγοντες όπως το φύλο του παιδιού, ο χαρακτήρας του, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, οι αξίες και οι προσδοκίες της οικογένειας.

 Ο τρόπος μάθησης αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το παιδί ανταποκρίνεται στις διάφορες καταστάσεις. Έτσι, μέσα από την περιέργεια, τον ενθουσιασμό, τη λήψη πρωτοβουλιών, την προσοχή και επιμονή, τον προβληματισμό, την αιτιολόγηση αλλά και τη φαντασία, τα παιδιά μπορούν και μαθαίνουν.

Η ακαδημαϊκή επιτυχία είναι περισσότερο πιθανή όταν ο τρόπος διδασκαλίας ταιριάζει με τον τρόπο μάθησης του παιδιού. Η κανονική διδακτέα ύλη του σχολείου συχνά ευνοεί ένα συγκεκριμένο τρόπο μάθησης, π.χ. την οπτική παρά την ακουστική οδό. Όμως, η εφαρμογή μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ατομικές ανάγκες ενός παιδιού ή το πολιτισμικό του υπόβαθρο, μπορεί να θέσει κάποια παιδιά σε μειονεκτική θέση.

Η προσέγγιση της διαδικασίας της μάθησης από το παιδί με θετικό τρόπο, όπως και η προθυμία για κατάκτηση νέων δεξιοτήτων, η ικανότητα προσοχής, η επιμονή στην ολοκλήρωση δραστηριοτήτων και γενικότερα το κίνητρο για μάθηση, είναι χαρακτηριστικά εξαιρετικά σημαντικά για την είσοδο ενός παιδιού στο σχολείο.

 Όλες οι παραπάνω δεξιότητες που αφορούν την ετοιμότητα του παιδιού για την είσοδο στο σχολείο, αναμένεται να έχουν ωριμάσει μετά και τη συμπλήρωση του έκτου χρόνου της ζωής.

Β. Ετοιμότητα του σχολείου

 Η ετοιμότητα του σχολείου αναφέρεται στην ικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος να διευκολύνει τη μετάβαση των μικρών παιδιών στις εκπαιδευτικές βαθμίδες και να μπορεί να δεχθεί τις διαφοροποιήσεις.

 Επίσης, χαρακτηρίζεται από την εκπαιδευτική συνέπεια και συνέχεια σε αυτή τη μετάβαση.

Το σχολικό σύστημα θα πρέπει να είναι έτοιμο να υποδεχθεί και να εκπαιδεύσει παιδιά που κατά την έναρξη του σχολείου παρουσιάζουν ένα εύρος από αναπτυξιακές ικανότητες και δεξιότητες.

Στη χώρα μας, ως κριτήριο για την έναρξη του σχολείου χρησιμοποιείται το χρονολογικό έτος γέννησης, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση ως προς την αναπτυξιακή ωρίμανση ανάμεσα στα παιδιά που γεννήθηκαν στην αρχή και στο τέλος του ίδιου έτους. Κατά συνέπεια το σχολικό σύστημα θα έπρεπε να είναι αρκετά ευέλικτο για να υποδεχθεί και να υποστηρίξει τις φυσιολογικές αποκλίσεις της ανάπτυξης. Αντ’ αυτού, το εκπαιδευτικό σύστημα, ο αριθμός των παιδιών ανά τάξη, το διάλειμμα με τα μεγάλα παιδιά, απαιτούν αναπτυξιακά χαρακτηριστικά σε όλους τους τομείς, στα οποία τα παιδιά δεν έχουν εκπαιδευτεί. Πρόσθετα, υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια στην προετοιμασία των παιδιών στο νηπιαγωγείο από σχολείο σε σχολείο.

Επιπλέον, το σχολείο θα πρέπει να υποστηρίζει τα εξατομικευμένα προγράμματα παρέμβασης στα παιδιά που παρουσιάζουν δυσκολίες.

 Γ. Ετοιμότητα της οικογένειας και της κοινότητας

 Η οικογένεια και η κοινότητα στην οποία ζει και μεγαλώνει το παιδί παίζουν σημαντικό ρόλο στη σχολική ετοιμότητα του παιδιού, καθώς πλαισιώνουν τις πιο σημαντικές πρώιμες εμπειρίες και σχέσεις του με το περιβάλλον.

Είναι σημαντικό να εξασφαλίζεται ότι:

● Τα παιδιά έχουν συστηματική και ολοκληρωμένη παρακολούθηση και φροντίδα της υγείας τους, καθώς και σωστή διατροφή και καθημερινή φυσική δραστηριότητα. Τα παραπάνω συμβάλλουν ώστε τα παιδιά να ξεκινήσουν το σχολείο με καλή σωματική και ψυχική υγεία. Οι γονείς θα πρέπει να αφιερώνουν καθημερινά χρόνο για να βοηθήσουν το παιδί τους να μάθει.

 ● Ο παιδικός σταθμός, εκτός από ασφαλές περιβάλλον, παρέχει και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, με καλή αναλογία προσωπικού-παιδιών και καλά εκπαιδευμένο προσωπικό. ● Οι γονείς υποστηρίζουν τη δημιουργία περιβάλλοντος χωρίς άγχος για την ένταξη του παιδιού τους στην Α’ Δημοτικού.