πηγη |
Εισαγωγή
Εκείνη την Πέμπτη ο Δημήτρης μας έδωσε το παρακάτω κείμενο και ζητήθηκε από εμάς να το αλλάξουμε.
“Ο Γιώργος είναι 15 χρονών και φοιτά στην Β΄τάξη του Γυμνασίου.
Είναι αργός στη μάθηση, αμελής στις υποχρεώσεις του και πολύ παρορμητικός.
Είναι κακός μαθητής, δεν πετυχαίνει ποτέ βαθμό πάνω από τη βάση, στα διάφορα τεστ και είναι αδιάφορος μέσα στην τάξη.
Είναι πολύ ενοχλητικός στους συμμαθητές του στην ώρα του μαθήματος και ιδιαιτέρως στις συμμαθήτριες του, με τις οποίες εκδηλώνει μια ιδιαίτερη εμμονή.
Είναι πολύ προκλητικός απένταντι στους καθηγητές του, κι επίσης είναι πολύ προκλητικός σεξουαλικά απέναντι στις συμμαθήτριές του.
Είναι ανίκανος να ασχοληθεί με ένα “αντικείμενο” για περισσότερο από 10 λεπτά της ώρας, και είναι διαρκώς απασχολημένος με όλα τα πράγματα της ταξης.
Ο Γιώργος είναι πολύ επιθετικός με πολλούς συμμαθητές του και σε κάθε διάλειμμα βρίζει και χτυπά ή σπρώχνει κάποιους. Τα παράπονα που αφορούν το πρόσωπό του είναι συνεχή.
Είναι πολύ ασυνεπής με τις υποχρεώσεις του, κι αργεί διαρκώς να μπει στην τάξη είτε στην αρχή της σχολικής ημέρας είτε μετά το διάλειμμα.
Είναι πολύ αυθάδης με τους καθηγητές του, κι έφτασε να γίνει κι επικίνδυνπος απειλώντας ότι θα τους εκδικηθεί με κάποιον τρόπο.
Ο Γιώργος είναι παιδί χωρισμένων γονιών.
Είναι συνεχώς κακοντυμένος, βρωμικός κι άτσαλα ντυμένος. Είναι μονίμως απεριποίητος.
Μετά από τυπικές ψυχολογικές εξετάσεις, βρέθηκε να έχει διάσπαση προσοχής, υπερ- κινητικότητα και οριακή νοημοσύνη.
Είναι, τέλος, ανώριμος συναισθηματικά με φτωχές κοινωνικές δεξιότητες”.
Μετά από μία ώρα σκέψης και προβληματισμού, αντικαταστήσαμε το ρήμα ¨είναι¨ με την φράση ¨φαίνεται να, δείχνει να¨. Στην πράξη και κρίνοντας εκ του αποτελέσματος κατάλαβα πως αυτή η αντικατάσταση ρήματος, που στην αρχή φάνταζε απλή και ίσως αμελητέα, κατάφερε να αποχαρακτηρίσει κάθε κρίση από το πρόσωπο του ¨Γιώργου Ιωάννου¨ και να την μεταφέρει στις πράξεις του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:´ Η ΓΛΩΣΣΑ
Το βασικό χαρακτηριστικό και η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από τα υπόλοιπα όντα έγκειται στη λογική σκέψη, δηλαδή στη γλώσσα. Σύμφωνα με τους Maturana & Varela, το χαρακτηριστικό των ανθρώπων είναι ότι κατά τον γλωσσικό συντονισμό των πράξεων τους δημιουργούν ένα νέο πεδίο φαινομένων, το αναφερόμενο ως ¨το βασίλειο της γλώσσας¨. Το ¨βασίλειο της γλώσσας¨ σημαίνει ότι έχουμε να ασχοληθούμε με δύο επίπεδα, με εκείνο των πραγμάτων και με εκείνο της λεκτικής αναφοράς στα πράγματα.
Ο ¨νους δεν βρίσκεται στον εγκέφαλο¨, αλλά στις γλωσσολογικές διαδράσεις ανθρώπων που ενεργούν. Η γνώση μεταλαμπαδεύεται με την έκθεση μας στον κόσμο των περιγραφών.
Η λογική σκέψη διαμορφώνεται μέσω της γλώσσας, συλλαμβάνουμε την πραγματικότητα σύμφωνα με το γλωσσικό μοντέλο, το οποίο γίνεται για εμάς το ίδιο με την πραγματικότητα. Όπως αναφέρεται, άλλωστε, στο βιβλίο ¨Παράδοξο και αντιπαράδοξο¨ η γλώσσα είναι το εργαλείο των εργαλειών για την οργάνωση και μετάδοση του πολιτισμού, ενσωματώνει δύο εντελώς διαφορετικά επικοινωνιακά μοντέλα: το αναλογικό και το σημειακό.
Η γλώσσα και τα παιχνίδια της γλώσσας φέρνουν θετικές και αρνητικές αναταράξεις μέσα σε ένα σύστημα. Αυτό το σύστημα καλείται ο θεραπευτής να προσδιορίσει και να καθορίσει, προσπαθώντας να αμβλύνει κάθε γλωσσικό εμπόδιο προκειμένου να καταφέρει την θεραπευτική του παρέμβαση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ
Η νοηματοδότηση είναι ο κεντρικός παράγοντας στον οποίο στηρίζεται η θεραπευτική παρέμβαση. Δεν είναι λίγες οι φορές κατά τις οποίες η αποτυχία της παρέμβασης μπορεί να οφείλεται και στη λαθεμένη νοηματοδότηση.
Η νοηματοδότηση μπορεί να έχει αρνητική ή θετική χροιά. Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου δεν υπάρχει αρνητική νοηματοδότηση στο σύμπτωμα του θεραπευόμενου, αλλά αυτή μεταφέρεται στις συμπτωματικές συμπεριφορές των υπόλοιπων που σχετίζονται με τον θεραπευόμενο, εξωγενείς παράγοντες δηλαδή, που δρουν και αλληλεπιδρούν στα πλαίσια της προσωπικότητας του. Τέτοιοι παράγοντες μπορεί να είναι οι φίλοι, η οικογένεια, οι γονείς κ.α .
Μια σωστή θεραπευτική προσέγγιση πρέπει να βασίζεται μόνο στην θετική νοηματοδότηση, είτε στα συμπτώματα του θεραπευόμενου, είτε στις συμπτωματικές συμπεριφορές της οικογένειας και των μελών. Η θετική νοηματοδότηση των συμπεριφορών του θεραπευόμενου και της ομάδας που τον πλαισιώνει κοινωνικά και όχι μόνο, επιτρέπει στον θεραπευτή την καθολική πρόσβαση στο συστημικό μοντέλο, και ως εκ τούτου δημιουργεί τις προδιαγραφές και τις προϋποθέσεις, καθώς δημιουργείται έτσι το κριτήριο της αποδοχής, αποκλείοντας έτσι την πιθανότητα να ξεκινήσει μια θεραπευτική παρέμβαση με την εν δυνάμει αλλαγή.
Η θετική νοηματοδότηση, έχει δύο σημαντικές αλληλοεξαρτώμενες λειτουργίες. Ορίζει από τη μία τη σχέση μεταξύ των μελών και μεταξύ του θεραπευτή και της οικογένειας αμβλύνοντας τον κίνδυνο της ακύρωσης, και από την άλλη ορίζει το πλαίσιο ως θεραπευτικό.
Συγκεκριμένα, σε μια οικογενειακή θεραπεία που είδαμε, είπε η γυναίκα στην θεραπεύτρια «δεν επικοινωνούμε και να τα ακούσει», εννοώντας να του τα πούμε και εμείς ένα χεράκι. Από την μία ο άντρας λέει: έχασα τη γυναίκα μου μετά την απόκτηση του παιδιού» και η γυναίκα εκείνη τη στιγμή ξέσπασε σε κλάματα και είπε «και εγώ τον εαυτό μου». Εκεί στο τέλος, δεν το θυμάμαι και πολύ καθαρά, η θεραπεύτρια είπε, κάνοντας την τελική παρέμβαση «ότι εγώ βλέπω να παντρεύεται επιτυχημένα το νέο με το παλιό, την παράδοση με την πρόοδο, το να είστε παιδιά με το να έχετε παιδιά». Και στο τέλος τους ζήτησε να σκεφτούν, πως θα ήταν ο καθένας αν αποδεχόταν και άλλους ρόλους για τον εαυτό του (γκόμενα- εραστής), εκτός τον γονεϊκό που τα καταφέρνουν καλά μέχρι στιγμής και οι δύο. Διαπιστώνουμε δηλαδή, μέσα από το ως άνω πραγματικό περιστατικό, ότι η θεραπεύτρια προσπάθησε και κατάφερε να δώσει θετική νοηματόδοτηση στο πρόβλημα του ζευγαριού, δίνοντας έτσι και στους ίδιους το κίνητρο να συνεχίσουν. Δεν ανέδειξε τα τυχόν αρνητικά χαρακτηριστικά του καθενός, αλλά αντίθετα τόνισε τα θετικά και μέσω αυτών θα προσπαθήσει να επιλύσει τα τυχόν θέματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´: Η ΠΟΛΥΣΗΜΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Σύμφωνα με τον Stierlin, η απερίσκεπτη χρήση της γλώσσας δεν είναι εντελώς ακίνδυνη, για αυτό και ο θεραπευτής θα πρέπει να χρησιμοποιεί τις λέξεις προσεκτικά. Σύμφωνα με τον Boscolo, υπάρχουν λέξεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κλειδιά. Αυτές οι λέξεις κλειδιά, πολλές φορές είναι κατάλληλες για πολλές περιπτώσεις, άλλες ισχύουν μόνο για μία συγκεκριμένη περίπτωση. Οι λέξεις – κλειδιά διευκολύνουν την αλλαγή από ένα γλωσσικό παιχνίδι σε άλλο. Επί παραδείγματι, μια σημαντική λέξη – κλειδί για νέα γλωσσικά παιχνίδια είναι η λέξη «σκέψη». Μέσω της ερώτησης, πότε π.χ έκανε για πρώτη φορά ο πατέρας τη σκέψη ότι δεν μπορεί να είναι καλός πατέρας για τα παιδιά του, μετατρέπεται το παιχνίδι: «Ποιος είναι ανίκανος;» σε ένα επιστημολογικό παιχνίδι: «Ποιος σκέφτεται ότι είναι ανίκανος;». Παρατηρούμε λοιπόν ότι δημιουργείται ένας μεγάλος βαθμός πολυσημίας.
Σε μια βιντεοσκοπημένη συνεδρία η θεραπεύτρια δέχτηκε το ζευγάρι και δεν τους ρώτησε «ποιο είναι το πρόβλημα σας;» , αλλά αντίθετα ρώτησε: « Τι σας φέρνει εδώ;». Έδωσε έτσι τη δυνατότητα στους θεραπεύομενους να μην προβληματιστούν και να προσπαθήσουν να ονοματίσουν μια κατάσταση συγκεκριμένη και οριζόμενη, αλλά να καταφέρουν να εκφράσουν με απλά λόγια και σε γενικές γραμμές τις ιδέες και τις σκέψεις του. Όπως άλλωστε θα δούμε παρακάτω, αυτό επιδιώκει ο θεραπευτής, την εκκίνηση της θεραπευτικής διαδικασίας και συζήτησης μέσω του διαλόγου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄: ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ
Μετά από την σύντομη αναφορά που έγινε παραπάνω για την νοηματοδότηση της γλώσσας αλλά και την πολυσημία, μπορούμε να πραγματευτούμε το θέμα της γλωσσικής διεργασίας.
Οι γλωσσικές διεργασίες αλληλεπιδρούν με τη γλωσσική οργάνωση γύρω από κάτι μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, κυρίως κοινωνικό και πολιτιστικό. Δεν είναι άνευ σημασίας, η κοινώς αποδεκτή άποψη, ότι γλώσσα και η ορθή χρήση της καθορίζουν κατά ένα μεγάλο βαθμό το πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδο μιας κοινωνίας.
Η χρήση, λοιπόν, της γλώσσας μπορεί να αλλάζει από περιβάλλον σε περιβάλλον και από πνευματικό- κοινωνικό πλαίσιο σε πνευματικό – κοινωνικό πλαίσιο. Ο θεραπευτής θα πρέπει να αντιλαμβάνεται τα βασικά αυτά χαρακτηριστικά του θεραπευόμενου, αλλά και των μελών της οικογένειας που απευθύνεται, ώστε να μπορέσει να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή, αλλά και εμπιστοσύνη.
Επί παραδείγματι, σε μια οικογένεια, η οποία δημιουργήθηκε τρεις δεκαετίες πριν, η φράση «άτομο με ειδικές ανάγκες», σημαίνει χαζός, ενοχή, ντροπή, κοινωνικό αποκλεισμό, απομόνωση του ανάπηρου ατόμου. Αντίθετα, η χρήση της ίδιας φράσης, σε μια οικογένεια που δημιουργήθηκε την δεκαετία που διανύουμε, όπου η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας είναι δεδομένη, τουλάχιστον κατά ένα μεγάλο βαθμό, σημαίνει, μεν, δυσκολία και στενοχώρια, αλλά παράλληλα και σε δεύτερο άκουσμα, σημαίνει αντιμετώπιση, δύναμη, προσπάθεια για βελτίωση, και σε καμία περίπτωση κοινωνικό αποκλεισμό του ατόμου και της οικογένειας. Ως εκ τούτου, παρατηρούμε, ότι αν αποφεύγαμε τη χρήση της φράσης «άτομο με ειδικές ανάγκες» και χρησιμοποιούσαμε μια περιφραστική έννοια, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, θα κερδίζαμε σίγουρα την εμπιστοσύνη και την αποδοχή από τα μέλη της οικογένειας του θεραπευόμενου ατόμου, και παράλληλα θα τονίζαμε τις δυνατότητες εξέλιξης και βελτίωσης του ατόμου. Μια τέτοια προσέγγιση, δεν θα χαρακτηριζόταν λαθεμένη ή ψευδής, καθώς δεν αποκρύπτουμε την αλήθεια, απλά την παρουσιάζουμε με τρόπο τέτοιο, που δεν προκαλεί την αντίδραση ή την απογοήτευση του ατόμου και των μελών της οικογένειας, αλλά αντίθετα προκαλεί τη διάθεση της αντιμετώπισης.
Ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η χρήση της λέξης «ίδρυμα». Πολλές φορές κρίνεται αναγκαία η παραμονή κάποιου θεραπευόμενου σε νοσηλευτικό- ψυχιατρικό ίδρυμα για κάποιο χρονικό διάστημα, για ολοκληρωμένη θεραπευτική αγωγή και παρακολούθηση. Η χρήση της λέξης «ίδρυμα» μπορεί να αποβεί καταστροφική σε μια θεραπευτική παρέμβαση, αλλά και ανασταλτική για τη δημιουργία σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ του θεραπευτή και των μελών της οικογένειας του ατόμου. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η κοινωνία, αλλά και η δομή της, μπορούν να νοηματοδοτήσουν πολλαπλά μια λέξη και να της δώσουν διαφορετικές χροιές, αλλά και πολλές σημασίες. «Ίδρυμα» μπορεί να είναι ένας τραπεζικός όμιλος, μια μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, ένας φιλανθρωπικός οργανισμός, μια κλινική, ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο, κέντρο αποκατάστασης κ.α. Στο άκουσμα όμως της λέξης, δημιουργείται στους περισσότερους η εξής εικόνα: «Εγκατάλειψη σε έναν παραμελημένο χώρο, χωρίς καμία φροντίδα». Θα πρέπει λοιπόν ο θεραπευτής να αποφύγει την χρήση της λέξης «ίδρυμα», διότι τελικά τρομοκρατεί, καθώς έχει εντυπωθεί στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας η ως άνω εικόνα, που μπορεί στο παρελθόν να ίσχυε σε κάποιες περιστάσεις, αλλά στις μέρες μας έχει λάβει πολλαπλές σημασίες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄: Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΩΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΣΥΜΒΑΝ
Η θεραπεία είναι ένα γλωσσικό συμβάν, το οποίο λαμβάνει χώρα μέσα στα πλαίσια της θεραπευτικής συζήτησης, μέσα από το διάλογο. Ο διάλογος είναι μια διασταύρωση ιδεών και σκέψεων. Ο ρόλος του θεραπευτή, μετουσιώνεται στον ειδικό της τέχνης της συζήτησης, με βασικό χαρακτηριστικό την ικανότητα του να δημιουργήσει το χώρο και τη διάθεση για μια τέτοια διαλογική συζήτηση, αλλά και να την διευκολύνει και να την εξελίξει. Ο θεραπευτής μέσω του διαλόγου έχει διττό ρόλο, είναι τόσο ένας συμμετέχων παρατηρητής, όσο και ένας συμμετέχων μάνατζερ της θεραπευτικής διαδικασίας και συζήτησης. Ο θεραπευτής, λοιπόν, λαμβάνει το ρόλο του καθοδηγητή της συζήτησης, χωρίς βέβαια να το ορίζει αυτό ρητά στον θεραπευόμενο, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες λέξεις.
Επί παραδείγματι, σε μια θεραπευτική παρέμβαση, διαπιστώνει η θεραπεύτρια ότι ο σύζυγος δείχνει αρνητικότητα σε υποθετικές ερωτήσεις. Ίσως τον φέρνουν σε αμηχανία, τον αναγκάζουν να σκεφτεί. Η ερώτηση- απάντηση της θεραπεύτριας ήταν: «Δεν σας αρέσουν οι υποθετικές ερωτήσεις;». Ανταποκρίθηκε και είπε: «Όχι». Τότε η θεραπεύτρια προσπαθώντας να συνεχίσει και να ορίσει έμμεσα την θεραπευτική συζήτηση, αστειευόμενη ανταποκρίθηκε λέγοντας: «Έλα ντε, όμως, που εμένα μου αρέσουν;».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄: Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΑΟΡΙΣΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Από τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο, πως η σωστή χρήση της γλώσσας ορίζει το θεραπευτικό πλαίσιο αλλά και την πορεία της θεραπευτικής παρέμβασης. Προκύπτει, βέβαια, ο κίνδυνος των συνωνύμων. Πολλές φορές στην προσπάθεια του ο θεραπευτής να περιγράψει μια κατάσταση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει συνώνυμες λέξεις. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι πραγματικά συνώνυμα δεν υπάρχουν, γιατί κάθε λέξη είναι μοναδική και φέρει τα δικά της μοναδικά νοήματα. Δεδομένου λοιπόν αυτών κατά την θεραπεία, οι θεραπευτές θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί με τις μεταφράσεις- τόσο από τους ίδιους, αλλά και τόσο από τους θεραπευόμενους, καθώς είναι συχνό το φαινόμενο να παραφράζονται κατά τις επιθυμίες μας, λεγόμενα, να δημιουργούνται δηλαδή αοριστίες.
Αντίθετα, η επιμελής προσοχή στις λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας επιφέρει μεγάλα οφέλη στη θεραπευτική διαδικασία.
Για παράδειγμα, σε ένα αναφερόμενο ασθενή με κατάθλιψη, συχνά οι θεραπευτές ρωτούν: «Τι σε έκανε να νιώσεις λυπημένος;». Η φράση αυτή, όμως, υπονοεί, ότι μια εξωτερική συνθήκη έχει τη δύναμη να αλλάξει την εσωτερική κατάσταση του θεραπευόμενου, και ότι το άτομο είναι ουσιαστικά υπό τον έλεγχο του περιβάλλοντος του. Προτείνεται να περιγράψουν την κατάσταση ως «γιατί είσαι λυπημένος σε σχέση με» το γεγονός αυτό και όχι εξαιτίας αυτού. Με αυτό τον τρόπο δηλώνουμε ότι οι αντιδράσεις δεν καθορίζονται πλήρως από τα ερεθίσματα τους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μετά από αυτή τη σύντομη πραγματεία σχετικά με τη χρήση της γλώσσας στην συστημική κατανόηση των συμπεριφορών, αποκόμισα πολλές νέες πληροφορίες και εμπειρίες. Κατάλαβα γιατί στα άπειρα τότε χρόνια της επαγγελματικής μου πορείας, έκανα λάθη, γιατί πολλές φορές θεωρούσα πως βοηθούσα, ενώ στην πραγματικότητα δημιουργούσα ίσως και πρόβλημα, γιατί πολλές φορές όταν συζητώ με γονείς και νέα μου περιστατικά, έχουν να πουν κάτι καλό ή και κάτι άσχημο για συναδέλφους ή άλλους επιστήμονες που έτυχε να συναντήσουν στον δύσκολο αγώνα που ο καθένας έχει να δώσει. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι η γνώση από μόνη της σε πολλές περιπτώσεις είναι ανεπαρκής. Χρειάζεται η εμπειρία, η ευαισθησία, η κατανόηση του προβλήματος του άλλου, αυτού που με απλά λόγια θα λέγαμε «ο τρόπος». Υπάρχουν πάντα δύο τρόποι να πούμε αυτό που θέλουμε, και αυτό που εμείς μπορεί να θεωρούμε αρνητικό, δεν θα πρέπει να το δώσουμε στο γονέα, ή στο θεραπευόμενο.
Συγκεκριμένα, πριν αρκετά χρόνια, δέχτηκα ένα νέο περιστατικό στο γραφείο μου. Αρχικά αξιολόγησα το παιδί λογοθεραπευτικά και σε δεύτερο χρόνο μίλησα με τους γονείς. Γονείς παιδιού με σπαστική τετραπληγία, με αγώνα χρόνων και με πολλές επισκέψεις σε ειδικούς και επιστήμονες. Μου αναφέρουν, μέσα σε όλα τα άλλα, την επίσκεψη που είχαν σε έναν κορυφαίο νευρολόγο ιατρό για να τους αναφέρει τα σχετικά με την εξέλιξη που θα μπορούσε να έχει το μικρό αυτό παιδί με τη συγκεκριμένη αναπηρία.
Οι γονείς με αγωνία, ρώτησαν τον γιατρό, αν αύριο μεθαύριο θα μπορέσει το παιδί τους να αυτοεξυπηρετείται. Αποκρίθηκε και είπε, είναι πολύ δύσκολο να συμβεί αυτό, αν και τα γαϊδούρια πίνουν μόνα τους νερό. Πέρασαν έξι χρόνια, και οι γονείς αυτοί δεν ξανα πέρασαν από τον κεντρικό δρόμο της πόλης μας, όπου στεγαζόταν το ιατρείο του νευρολόγου αυτού.
Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν ο ιατρός μαζί με το πτυχίο της κλασικής ιατρικής βρισκόταν και κάποιος να του μάθει τη σωστή και παράλληλα μαγική χρήση της γλώσσας.
Λιακοπούλου Ράνια
Λογοπεδικός
Jay S.Efran, Mitchekk A. Greene. Η συμβολή του Δομικού Ντετερμινισμού του Maturana, Μετάφραση: Άννα Ιωαννίδου, Επιμέλεια: Φ. Τριανταφυλλου (2011)
Anderson, H., (2007). A Postmodern Umbrella: Language and Knowledge as Relational and Generative, and Inherently Transforming. In Collaborative Therapy, Eds. H. Anderson & D. Gehart, Routledge. Μετάφραση: Φ. Τριανταφύλλου
Karl Tomm. (1984). Μια άποψη για τη Συστημική Προσέγγιση του Μιλάνου: Περιγραφή συνεδρίας, στιλ συνέντευξης και παρεμβάσεις. University of Calgary
Arist von Schlippe Jochen Schweitzer. (2008). Εγχειρίδιο της Συστημικής Θεραπείας και Συμβουλευτικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Μετάφραση :Ευτυχία Μοτάκη
Φανή Τριανταφύλλου. (2012). Με αφορμή τα 10 χρόνια του ΜΕΤΑΛΟΓΟΥ.....Maturana ξανά!, τ.21, σ. 33-49
Αναστασία Κυριακίδου, Μπάσογλου Δημήτρης. (1998). Παράδοξο και Αντιπαράδοξο: ένα νέο μοντέλο στη θεραπεία των οικογενειών με σχιζοφρενική αλληλεπίδραση.
Πηγη