πηγη |
Ο ινιακός λοβός βρισκεται στο πίσω
μέρος του εγκεφάλου, η επιφάνεια του είναι εξωτερική και εσωτερική σε
ημισφαιρικό επίπεδο, ενώ συνορεύει με τον βρεγματικό και κροταφικό λοβό,
σε περιοχές οι οποίες είναι πολύ καθοριστικές σε λειτουργικό επίπεδο.
Οι διαταραχές που παρατηρούνται σε βλάβη του ινιακού λοβού είναι:
1. Διαταραχές του οπτικού πεδίου
Οι διαταραχές του οπτικού πεδίου είναι
οι ημιανοψίες, οι οποίες οφείλονται σε βλάβη των οπτικών οδών στις
τελικές τους καταλήξεις, είτε σε βλάβη ανάλογων φλοιωδών ή υποφλοιωδών
περιοχών.
2. Φλοιώδης τύφλωση
Πρόκειται για πραγματική τύφλωση, η
οποία επέρχεται σταδιακά, χωρίς τα οπτικά όργανα να παρουσιάζουν ανάλογη
διαταραχή. Ο ασθενής δεν κατανοεί ότι δεν βλέπει, νομίζει ότι βλέπει,
άσχετα αν σκοντάφτει στα διάφορα αντικείμενα.
Η φλοιώδης τύφλωση συνοδεύεται από
συγχυτικές καταστάσεις και παραισθήσεις, ενώ η αιτιολογία της είναι
βλάβη και καταστροφή των ραβδωτών κυρίως περιοχών του ινιακού λοβού,
αμφίπλευρα, γεγονός που προκαλεί και ελάττωση του ρυθμού -άλφα- στην
ίδια περιοχή.
3. Οπτικές παραισθήσεις και μεταμορφοψίες
Πρόκειται για διαταραχές που αφορούν το
σχήμα, το μέγεθος, την κίνηση και την ποσότητα των αντικειμένων, και
γενικότερα το περιβάλλον του ασθενούς.
Παρατηρείται επίσης μεγαλοψία, μικροψία,
ενός αντικειμένου προς μία κατεύθυνση, στρογγυλοποίηση κάθετων και
οριζόντιων γραμμών, απροσδιόριστη περίμετρος, κλπ.
Οι διαταραχές αυτές προκαλούνται από
βλάβη στην ανώτερη περιοχή του ινιακού λοβού, και ιδιαίτερα στη
βρεγματο-κροταφο-ινιακή περιοχή.
4. Οπτικές αγνωσίες
Αφορούν συγκεκριμένες αγνωσίες σε οπτικο-αντιληπτικό επίπεδο και την ανάλογη επεξεργασία των δεδομένων.
Πιο συγκεκριμένα πρόκειται για αγνωσία των λεκτικών συμβόλων, δηλαδή των γραμμάτων, αγνωσία αντικειμένων και αγνωσία χώρου.
5. Οπτικο-κινητικές διαταραχές
Οι οπτικο-κινητικές διαταραχές είναι
ίδιες με αυτές που περιγράψαμε στο σύνδρομο του μετωπιαίου λοβού, και
οφείλονται σε βλάβη του ινιακού λοβού που διακόπτει τη σύνδεση του
ινιακού με το μετωπιαίο λοβό.
6. Διαταραχές στην αντίληψη του χώρου και του χρόνου
Βλάβη του ινιακού λοβού προκαλεί αγνωσία
χώρου, δηλαδή δυσχέρειες εντοπισμού διευθύνσεων και κατευθύνσεων,
δυσχέρειες προσανατολισμού, καθώς και απώλεια μνήμης χώρων και τόπων.
Οι διαταραχές του χρόνου παρατηρούνται
σε συνάρτηση με τις διαταραχές του χώρου, αλλά και των οπτικοκινητικών
διαταραχών, σε επίπεδο ινιακού λοβού και στη συνέχεια μετωπιαίου λοβού,
όπου διαταραχή παρατηρείται στη γενικότερη ρυθμική χρονική λειτουργία
του ασθενή.
7. Ψυχικές διαταραχές
Παρατηρούνται διαταραχές της νοημοσύνης,
όπως και συγχυτικά φαινόμενα, ενώ θα πρέπει να τονίσουμε τις έντονες
νοητικές δυσχέρειες στις περιπτώσεις της φλοιώδους τύφλωσης, όπου ο
ασθενής επιστρέφει νοητικά σε βρεφικό στάδιο.
Τέλος όσον αφορά τον ινιακό λοβό θα
επαναλάβουμε πάλι ότι σημαντικό ρόλο παίζει το είδος της βλάβης, δηλαδή
αν πρόκειται αγγειακή βλάβη, για μετατραυματική βλάβη, για βλάβη λόγω
όγκου ή ατροφία, όπως επίσης και ο εντοπισμός της βλάβης στο κυρίαρχο ή
στο δευτερεύον ημισφαίριο.
πηγη |
Αγνωσία
Ορισμός
Η αγνωσία αποτελεί μια νευροψυχoλογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει αντικείμενα, πρόσωπα, ή ήχους.
Υπάρχουν τρεις κύριοι τύποι αγνωσίας: η οπτική, η ακουστική και η απτική αγνωσία.
Η αγνωσία προκαλείται από βλάβες στους βρεγματικούς και τους κροταφικούς λοβούς του εγκεφάλου, περιοχές που εμπλέκονται στην αποθήκευση αναμνήσεων και συνειρμών/συσχετίσεων αναφορικά με αντικείμενα. Η κατάσταση αυτή μπορεί να εμφανισθεί ως απόρροια κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης (τραυματισμού της κεφαλής), ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, ή ως επακόλουθο δηλητηρίασης από μονοξείδιο του άνθρακα ή ανοξία.
Περιγραφή
Η αγνωσία, που ετυμολογικά σημαίνει «δε γνωρίζω», περιγράφει μια σειρά από διαταραχές στις οποίες υπάρχει έκπτωση της ικανότητας του ατόμου να αναγνωρίζει αντικείμενα ή ήχους, ή να ανακαλεί πληροφορίες που σχετίζονται με αυτά. Ταυτόχρονα, απουσιάζουν άλλες αντιληπτικές δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένων της μνήμης, των διανοητικών ικανοτήτων και της ικανότητας για επικοινωνία. Η διαταραχή μπορεί να προσβάλλει την οπτική, την ακουστική ή την απτική αναγνώριση των αντικειμένων. Η οπτική αγνωσία αποτελεί την πλέον συνήθη μορφή αυτής της κατάστασης και πιο συχνά εκδηλώνεται σαν ανικανότητα αναγνώρισης προσώπων.
Επιπρόσθετα με το ότι αποτελεί τη συχνότερη μορφή αγνωσίας, η οπτική αγνωσία έχει κατανοηθεί και καλύτερα. Ο Lissauer υπήρξε ο πρώτος επιστήμονας που παρείχε μια λεπτομερή περιγραφή της αγνωσίας (1888). Υπέθεσε ότι οι διαταραχές στην οπτική αναγνώριση των αντικειμένων μπορούν να ταξινομηθούν είτε ως αντιληπτική αγνωσία (σχετιζόμενη με τη διαδικασία πρόσληψης, εκτίμησης και ερμηνείας των αισθητικών εντυπώσεων) (apperceptive agnosia), ή ως συνειρμική αγνωσία (associative agnosia).
Αυτή η ταξινόμηση εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα, ωστόσο υπάρχει σχετική αντιπαράθεση για το αν τα ελλείμματα στις δυο μορφές οπτικής αγνωσίας συμβαίνουν ξεχωριστά ή στα πλαίσια μιας κλιμάκωσης (occur as a dichotomy or as a spectrum).
Ασθενείς με αντιληπτική αγνωσία (σχετιζόμενη με τη διαδικασία πρόσληψης, εκτίμησης και ερμηνείας των αισθητικών εντυπώσεων) (apperceptive agnosia) μπορούν να δουν , αλλά στερούνται του υψηλού επιπέδου οπτικής αντίληψης που σχετίζεται με τη συλλογή πληροφοριών για τα αντικείμενα. Τα άτομα αυτά αποτυγχάνουν στις δοκιμασίες αναγνώρισης και αντιγραφής σχημάτων. Στην προσπάθεια τους να αντιγράψουν το σχήμα ενός κύκλου, οι ασθενείς με αντιληπτική οπτική αγνωσία, μπορεί να σχεδιάσουν μια σειρά από ομόκεντρους κακοσχεδιασμένους κύκλους. Αντίθετα, οι ασθενείς με συνειρμική αγνωσία (associative agnosia) έχουν κανονική αντίληψη, αλλά αποτυγχάνουν να ανακαλέσουν αποθηκευμένες αναμνήσεις ή γνώσεις σχετιζόμενες με τα αντικείμενα, όπως το όνομα, ή την υφή τους.
Αντιληπτική Οπτική αγνωσία (σχετιζόμενη με τη διαδικασία πρόσληψης, εκτίμησης και ερμηνείας των αισθητικών εντυπώσεων). Η δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα αποτελεί συχνό αίτιο αυτής της μορφής αγνωσίας. Η επακόλουθη εγκεφαλική βλάβη είναι συνήθως εκτεταμένη και εντοπίζεται στην οπίσθια περιοχή του εγκεφάλου. Η αγνωσία συγχρονισμού -ένα σύνδρομο αντιληπτικής οπτικής αγνωσίας (σχετιζόμενης με τη διαδικασία πρόσληψης, εκτίμησης και ερμηνείας των αισθητικών εντυπώσεων) - περιγράφει μια κατάσταση στην οποία οι οπτικές παραστάσεις που περιέχουν πολλαπλά αντικείμενα δεν εκλαμβάνονται/ ερμηνεύονται ως ολότητα. Αντίθετα, οι ασθενείς με αγνωσία συγχρονισμού αναγνωρίζουν μόνο τμήματα των παραστάσεων κάθε φορά, ώστε να αποτυγχάνουν να περιγράψουν την καθολική τους φύση και να κατανοήσουν το νόημά τους.
Άτομα ικανά να βλέπουν μόνο ένα αντικείμενο κάθε φορά λέγεται ότι έχουν ραχιαία αγνωσία συγχρονισμού (dorsal simultanagnosia). Η κατάσταση αυτή σχετίζεται με βλάβες στον οπίσθιο βρεγματικό φλοιό, οι οποίες συνήθως είναι αμφοτερόπλευρες. Ασθενείς με κοιλιακή αγνωσία συγχρονισμού (ventral simultanagnosia) διατηρούν τη ικανότητα να αναγνωρίζουν ολόκληρα αντικείμενα, ωστόσο είναι διαταραγμένος ο ρυθμός αναγνώρισης τους (rate of recognition). Ο αριστερός κάτω κροταφοϊνιακός φλοιός εμπλέκεται σε αυτό το έλλειμμα.
Συνειρμική οπτική αγνωσία . Ακόμη και όταν η αντίληψη παραμένει άθικτη, ορισμένα άτομα έχουν δυσχέρεια στην αναγνώριση αντικειμένων. Αυτά τα άτομα δεν εμφανίζουν διαταραχές του λόγου ή της επικοινωνίας, ή νοητική έκπτωση, και είναι ικανά να σχηματίζουν καλά αντίγραφα αντικειμένων. Το έλλειμμα, σε αυτήν την περίπτωση, έγκειται (αφορά) στην ανάκληση αποθηκευμένων πληροφοριών για το αντικείμενο που θα επέτρεπαν την αναγνώριση του. Εντούτοις, πολλοί ασθενείς μπορούν να παρέχουν σημασιολογικά συναφείς πληροφορίες για το αντικείμενο, χωρίς να μπορούν να το κατονομάσουν. Για παράδειγμα, η λέξη «καγκουρό» ενδέχεται να διαφεύγει του ατόμου, ωστόσο, περιγραφικά στοιχεία, όπως «ζει στην Αυστραλία» και «φέρει μάρσιπο», μπορεί να αναφέρονται αντί αυτού. Πολλοί ασθενείς με συνειρμική αγνωσία έχουν δυσχέρεια στην αναγνώριση προσώπων (προσωποαγνωσία) ή λέξεων/ γραμμάτων (αμιγής αλεξία), ενώ άλλοι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν συγκεκριμένα είδη αντικειμένων, όπως εργαλεία ή ζώα.
Η προσωποαγνωσία περιγράφηκε για πρώτη φορά από τους Quaglino και Borelli το 1867. Ελλείμματα στην αναγνώριση προσώπων εκδηλώνονται σε πληθώρα νευρολογικών νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένων των νόσων του Alzheimer και του Huntington, του συνδρόμου Asperger και του αυτισμού. Μολαταύτα, ο όρος χρησιμοποιείται για καταστάσεις στις οποίες η διαταραχή αναγνώρισης προσώπων δε συνοδεύεται από άλλα νευρολογικά συμπτώματα. Οι ασθενείς συχνά αισθάνονται άβολα σε κοινωνικές καταστάσεις, αν και πολλοί μαθαίνουν να αναγνωρίζουν πρόσωπα με το να χρησιμοποιούν άλλα οπτικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα , όπως το χτένισμα, τα γυαλιά οράσεως, ή ακόμη και ουλές στο δέρμα.
Η προσωποαγνωσία μπορεί να διαγνωσθεί με τη χρήση της δοκιμασίας Warrington Memory Test για πρόσωπα, ή της δοκιμασίας αναγνώρισης προσώπων Benton. Αν και η δεύτερη δοκιμασία δε θα υποδείξει την ύπαρξη προσωποαγνωσίας, μπορεί, ωστόσο, να βοηθήσει στον προσδιορισμό του βαθμού της βλάβης. Η εφαρμογή νευροαπεικονιστικών μεθόδων σε ενήλικες με προσωποαγνωσία συχνά αποκαλύπτει αλλοιώσεις/βλάβες στις γλωσσοειδείς και ατρακτοειδείς έλικες του έσω κροταφοϊνιακού φλοιού, οι οποίες είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες. Ωστόσο, παιδιά που απόκτησαν αυτήν την κατάσταση ενδομητρίως ή γενετικά, ενδέχεται να μην εμφανίσουν αυτές τις βλάβες του φλοιού.
Ασθενείς με ακουστική αγνωσία αποτυγχάνουν να αποδώσουν σημασία σε λεκτικούς ή μη λεκτικούς ήχους. Άτομα με αμιγή λεκτική κώφωση έχουν άθικτη ακοή, αλλά είναι ανίκανα να καταλάβουν μια προφερόμενη λέξη. Η κατάσταση αυτή τυπικά αποτελεί αποτέλεσμα αμφοτερόπλευρου τραύματος/κάκωσης των φλοιϊκών και υποφλοιωδών κροταφικών περιοχών του εγκεφάλου. Ασθενείς με μη λεκτική ακουστική αγνωσία αποτυγχάνουν να συσχετίσουν ήχους με συγκεκριμένα αντικείμενα ή γεγονότα, όπως το γαύγισμα ενός σκύλου ή το κλείσιμο μιας πόρτας. Σε αυτούς τους ασθενείς, ο βλάβες τείνουν να εντοπίζονται στο δεξιό ημισφαίριο.
Η αγνωσία αποτελεί μια νευροψυχoλογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει αντικείμενα, πρόσωπα, ή ήχους.
Υπάρχουν τρεις κύριοι τύποι αγνωσίας: η οπτική, η ακουστική και η απτική αγνωσία.
Η αγνωσία προκαλείται από βλάβες στους βρεγματικούς και τους κροταφικούς λοβούς του εγκεφάλου, περιοχές που εμπλέκονται στην αποθήκευση αναμνήσεων και συνειρμών/συσχετίσεων αναφορικά με αντικείμενα. Η κατάσταση αυτή μπορεί να εμφανισθεί ως απόρροια κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης (τραυματισμού της κεφαλής), ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, ή ως επακόλουθο δηλητηρίασης από μονοξείδιο του άνθρακα ή ανοξία.
Περιγραφή
Η αγνωσία, που ετυμολογικά σημαίνει «δε γνωρίζω», περιγράφει μια σειρά από διαταραχές στις οποίες υπάρχει έκπτωση της ικανότητας του ατόμου να αναγνωρίζει αντικείμενα ή ήχους, ή να ανακαλεί πληροφορίες που σχετίζονται με αυτά. Ταυτόχρονα, απουσιάζουν άλλες αντιληπτικές δυσκολίες, συμπεριλαμβανομένων της μνήμης, των διανοητικών ικανοτήτων και της ικανότητας για επικοινωνία. Η διαταραχή μπορεί να προσβάλλει την οπτική, την ακουστική ή την απτική αναγνώριση των αντικειμένων. Η οπτική αγνωσία αποτελεί την πλέον συνήθη μορφή αυτής της κατάστασης και πιο συχνά εκδηλώνεται σαν ανικανότητα αναγνώρισης προσώπων.
Οπτική αγνωσία
Επιπρόσθετα με το ότι αποτελεί τη συχνότερη μορφή αγνωσίας, η οπτική αγνωσία έχει κατανοηθεί και καλύτερα. Ο Lissauer υπήρξε ο πρώτος επιστήμονας που παρείχε μια λεπτομερή περιγραφή της αγνωσίας (1888). Υπέθεσε ότι οι διαταραχές στην οπτική αναγνώριση των αντικειμένων μπορούν να ταξινομηθούν είτε ως αντιληπτική αγνωσία (σχετιζόμενη με τη διαδικασία πρόσληψης, εκτίμησης και ερμηνείας των αισθητικών εντυπώσεων) (apperceptive agnosia), ή ως συνειρμική αγνωσία (associative agnosia).
Αυτή η ταξινόμηση εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα, ωστόσο υπάρχει σχετική αντιπαράθεση για το αν τα ελλείμματα στις δυο μορφές οπτικής αγνωσίας συμβαίνουν ξεχωριστά ή στα πλαίσια μιας κλιμάκωσης (occur as a dichotomy or as a spectrum).
Ασθενείς με αντιληπτική αγνωσία (σχετιζόμενη με τη διαδικασία πρόσληψης, εκτίμησης και ερμηνείας των αισθητικών εντυπώσεων) (apperceptive agnosia) μπορούν να δουν , αλλά στερούνται του υψηλού επιπέδου οπτικής αντίληψης που σχετίζεται με τη συλλογή πληροφοριών για τα αντικείμενα. Τα άτομα αυτά αποτυγχάνουν στις δοκιμασίες αναγνώρισης και αντιγραφής σχημάτων. Στην προσπάθεια τους να αντιγράψουν το σχήμα ενός κύκλου, οι ασθενείς με αντιληπτική οπτική αγνωσία, μπορεί να σχεδιάσουν μια σειρά από ομόκεντρους κακοσχεδιασμένους κύκλους. Αντίθετα, οι ασθενείς με συνειρμική αγνωσία (associative agnosia) έχουν κανονική αντίληψη, αλλά αποτυγχάνουν να ανακαλέσουν αποθηκευμένες αναμνήσεις ή γνώσεις σχετιζόμενες με τα αντικείμενα, όπως το όνομα, ή την υφή τους.
Αντιληπτική Οπτική αγνωσία (σχετιζόμενη με τη διαδικασία πρόσληψης, εκτίμησης και ερμηνείας των αισθητικών εντυπώσεων). Η δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα αποτελεί συχνό αίτιο αυτής της μορφής αγνωσίας. Η επακόλουθη εγκεφαλική βλάβη είναι συνήθως εκτεταμένη και εντοπίζεται στην οπίσθια περιοχή του εγκεφάλου. Η αγνωσία συγχρονισμού -ένα σύνδρομο αντιληπτικής οπτικής αγνωσίας (σχετιζόμενης με τη διαδικασία πρόσληψης, εκτίμησης και ερμηνείας των αισθητικών εντυπώσεων) - περιγράφει μια κατάσταση στην οποία οι οπτικές παραστάσεις που περιέχουν πολλαπλά αντικείμενα δεν εκλαμβάνονται/ ερμηνεύονται ως ολότητα. Αντίθετα, οι ασθενείς με αγνωσία συγχρονισμού αναγνωρίζουν μόνο τμήματα των παραστάσεων κάθε φορά, ώστε να αποτυγχάνουν να περιγράψουν την καθολική τους φύση και να κατανοήσουν το νόημά τους.
Άτομα ικανά να βλέπουν μόνο ένα αντικείμενο κάθε φορά λέγεται ότι έχουν ραχιαία αγνωσία συγχρονισμού (dorsal simultanagnosia). Η κατάσταση αυτή σχετίζεται με βλάβες στον οπίσθιο βρεγματικό φλοιό, οι οποίες συνήθως είναι αμφοτερόπλευρες. Ασθενείς με κοιλιακή αγνωσία συγχρονισμού (ventral simultanagnosia) διατηρούν τη ικανότητα να αναγνωρίζουν ολόκληρα αντικείμενα, ωστόσο είναι διαταραγμένος ο ρυθμός αναγνώρισης τους (rate of recognition). Ο αριστερός κάτω κροταφοϊνιακός φλοιός εμπλέκεται σε αυτό το έλλειμμα.
Συνειρμική οπτική αγνωσία . Ακόμη και όταν η αντίληψη παραμένει άθικτη, ορισμένα άτομα έχουν δυσχέρεια στην αναγνώριση αντικειμένων. Αυτά τα άτομα δεν εμφανίζουν διαταραχές του λόγου ή της επικοινωνίας, ή νοητική έκπτωση, και είναι ικανά να σχηματίζουν καλά αντίγραφα αντικειμένων. Το έλλειμμα, σε αυτήν την περίπτωση, έγκειται (αφορά) στην ανάκληση αποθηκευμένων πληροφοριών για το αντικείμενο που θα επέτρεπαν την αναγνώριση του. Εντούτοις, πολλοί ασθενείς μπορούν να παρέχουν σημασιολογικά συναφείς πληροφορίες για το αντικείμενο, χωρίς να μπορούν να το κατονομάσουν. Για παράδειγμα, η λέξη «καγκουρό» ενδέχεται να διαφεύγει του ατόμου, ωστόσο, περιγραφικά στοιχεία, όπως «ζει στην Αυστραλία» και «φέρει μάρσιπο», μπορεί να αναφέρονται αντί αυτού. Πολλοί ασθενείς με συνειρμική αγνωσία έχουν δυσχέρεια στην αναγνώριση προσώπων (προσωποαγνωσία) ή λέξεων/ γραμμάτων (αμιγής αλεξία), ενώ άλλοι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν συγκεκριμένα είδη αντικειμένων, όπως εργαλεία ή ζώα.
Η προσωποαγνωσία περιγράφηκε για πρώτη φορά από τους Quaglino και Borelli το 1867. Ελλείμματα στην αναγνώριση προσώπων εκδηλώνονται σε πληθώρα νευρολογικών νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένων των νόσων του Alzheimer και του Huntington, του συνδρόμου Asperger και του αυτισμού. Μολαταύτα, ο όρος χρησιμοποιείται για καταστάσεις στις οποίες η διαταραχή αναγνώρισης προσώπων δε συνοδεύεται από άλλα νευρολογικά συμπτώματα. Οι ασθενείς συχνά αισθάνονται άβολα σε κοινωνικές καταστάσεις, αν και πολλοί μαθαίνουν να αναγνωρίζουν πρόσωπα με το να χρησιμοποιούν άλλα οπτικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα , όπως το χτένισμα, τα γυαλιά οράσεως, ή ακόμη και ουλές στο δέρμα.
Η προσωποαγνωσία μπορεί να διαγνωσθεί με τη χρήση της δοκιμασίας Warrington Memory Test για πρόσωπα, ή της δοκιμασίας αναγνώρισης προσώπων Benton. Αν και η δεύτερη δοκιμασία δε θα υποδείξει την ύπαρξη προσωποαγνωσίας, μπορεί, ωστόσο, να βοηθήσει στον προσδιορισμό του βαθμού της βλάβης. Η εφαρμογή νευροαπεικονιστικών μεθόδων σε ενήλικες με προσωποαγνωσία συχνά αποκαλύπτει αλλοιώσεις/βλάβες στις γλωσσοειδείς και ατρακτοειδείς έλικες του έσω κροταφοϊνιακού φλοιού, οι οποίες είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες. Ωστόσο, παιδιά που απόκτησαν αυτήν την κατάσταση ενδομητρίως ή γενετικά, ενδέχεται να μην εμφανίσουν αυτές τις βλάβες του φλοιού.
Ακουστική αγνωσία
Ασθενείς με ακουστική αγνωσία αποτυγχάνουν να αποδώσουν σημασία σε λεκτικούς ή μη λεκτικούς ήχους. Άτομα με αμιγή λεκτική κώφωση έχουν άθικτη ακοή, αλλά είναι ανίκανα να καταλάβουν μια προφερόμενη λέξη. Η κατάσταση αυτή τυπικά αποτελεί αποτέλεσμα αμφοτερόπλευρου τραύματος/κάκωσης των φλοιϊκών και υποφλοιωδών κροταφικών περιοχών του εγκεφάλου. Ασθενείς με μη λεκτική ακουστική αγνωσία αποτυγχάνουν να συσχετίσουν ήχους με συγκεκριμένα αντικείμενα ή γεγονότα, όπως το γαύγισμα ενός σκύλου ή το κλείσιμο μιας πόρτας. Σε αυτούς τους ασθενείς, ο βλάβες τείνουν να εντοπίζονται στο δεξιό ημισφαίριο.