πηγη |
«Το δάσος με τα μαύρα δέντρα»: Μια ιστορία που πρέπει να διαβάσουν όλοι οι γονείς!
Γράφει ο Στέλιος Παπαβέντσης MRCPCH DCH IBCLC, Παιδίατρος – Σύμβουλος ΓαλουχίαςΕίμαι στη μέση ενός τεράστιου χαοτικού δωματίου. Βρίσκομαι μέσα σε ένα κρεβατάκι καθιστός, με ψηλά θεόρατα κάγκελα γύρω γύρω. Προσπαθώ να σηκωθώ όρθιος να ζητήσω βοήθεια, τελικά τα καταφέρνω. Κρατιέμαι από τα διχτάκια του κρεβατιού, ανήμπορος να βγω από τη φυλακή, κλαίω, αγχώνομαι, κοιτάζω απεγνωσμένα για μια οποιαδήποτε βοήθεια, είναι κρύο και απέραντο αυτό το δωμάτιο, εγώ θέλω να κλειστώ σε κάτι ζεστό και μικρό, πάω γύρω γύρω από τα καγκελάκια μήπως και βρω μια έξοδο, η βοήθεια υπερβολικά μακριά και άφαντη, θέλω να βγω, θέλω αγκαλιά, δεν μπορώ να βγω, μόνος μου δεν είμαι τίποτα, θα εξαφανιστώ, πηγαίνω πέρα δώθε με αγωνία, θέλω να βγω, με έβαλαν εδώ για να συνηθίσω, κλαίω δεν ξέρω να μιλήσω, δεν μπορώ να πω λόγια ότι πονάω, απλώνω χέρια για αγκαλιά σπαράζοντας. Έρχεται…
Έχει σκοτάδι, πολύ σκοτάδι. Είμαι τρομοκρατημένος. Πρέπει να έκανα τρομερό λάθος, πρέπει να είμαι τρομερό λάθος. Κοιτάζω γύρω μου τα πράγματα της αποθήκης, τα παπούτσια, τα κουτιά, με ηρεμεί να σκέφτομαι κάτι άλλο από το σκοτάδι και την απομόνωση. Πότε θα ξεκλειδώσει την πόρτα ο παππούς; Πάλι δεν έφαγα το αυγό μου… Αλλά δεν γίνεται, είναι τόσο αηδιαστικά αυτά τα ζουμιά, πώς μπορώ να τον ικανοποιήσω για να μην με στέλνει κλειδωμένο στην αποθήκη τιμωρία; Ακατόρθωτο, μάλλον δεν αξίζω για να μου φωνάζουν έτσι, τον αγαπάω τον παππού και αυτός για το καλό μου τα κάνει αυτά, για να φάω το αυγό μου, γιατί όμως πονάω τόσο, γιατί τρέμω τόσο, έχει πολύ κρύο εδώ πέρα μόνος μου, πόση ώρα με αφήνει συνήθως εδώ μέσα, πέρασε; Μήπως με ξέχασε εδώ για πάντα; Πρέπει να είμαι κάπως χαλασμένος, αυτό είναι το κουτί με τις βαφές παπουτσιών, τα έχω μελετήσει όλα εδώ μέσα τόσες φορές, θα το φάω για να τον κάνω χαρούμενο, γιατί με κλειδώνει; Φοβάμαι πολύ, θα εξαφανιστώ, δεν είμαι καλό παιδί, θα βρω τρόπους να τον κάνω να με αγαπήσει, να μην μου φωνάζει, αυτή την αποθήκη τη μισώ, είναι τόσο μικρή, θα λιώσω, βοήθεια, κανείς δεν με ακούει, ακούω βήματα, σώθηκα πάλι για σήμερα.
Παίζω με τα μεγαλύτερα παιδιά. Το αυτοκινητάκι μου πατάει γκάζι. Οι μεγάλοι πού είναι; Τρέχω στο σαλόνι, είναι όλοι γύρω από έναν παππού ακίνητο, κλαίνε, εκείνος δεν μου μιλάει, «θέλω τον παππού μου!» φωνάζω, η γιαγιά ξεσπά σε κλάματα, «πάρτε τον μικρό έξω!» ακούω να λένε. Με πηγαίνουν στο δωμάτιο με τα άλλα παιδάκια, «παίξε» μου λένε. Εγώ δεν θέλω να παίξω με τα άλλα παιδάκια, θέλω τον παππού μου, τώρα θα με αγαπάει; Θα γίνω καλύτερος παππού το υπόσχομαι, έλα πίσω. Έχω και το όνομά σου, εσύ θα με αγαπήσεις περισσότερο αν είμαι καλό παιδί, δεν κάνω φασαρίες και τρώω το αυγό μου; Εγώ φταίω, θα τα αλλάξω όλα παππού θα δεις, μόνο έλα πίσω, σ’ αγαπώ, μην μένεις εκεί μόνος και αμίλητος στο κρύο, γιατί δεν κινείται, τον είδα, εγώ φταίω…
Αυτός ο κύριος έχει μακριά μαλλιά, είναι αστείος, γιατί με έβαλε να κάτσω εδώ; Φαίνεται καλός, αυτό το κουτάλι το κάνει σαν αεροπλανάκι, «βουμμ» έρχεται το αεροπλάνο, κάνει κύκλους γύρω από το στόμα μου, κάνω «α» με χαρά που το βλέπω μπροστά μου να κάνει πήδους και ξαφνικά μπαίνει το κουταλάκι μέσα στο στόμα μου. Μα δεν πεινάω, τι είναι αυτή η άθλια υφή στο στόμα; Άρχισε πάλι το αεροπλανάκι, ξεγελιέμαι πάλι, γελάω, εκεί πάνω στο γέλιο εισέρχεται αστραπιαία δεύτερη κουταλιά, κάνω πίσω με αποστροφή, δεν θέλω, πού είναι η μαμά και ο μπαμπάς; Ποιος είναι αυτός ο κύριος; Φαίνεται αστείος, αλλά γιατί μου χώνει κουταλιές από αυτό το ζουμί; Προσπαθώ να βγω από την καρέκλα, αδύνατον. Πάλι έρχεται το αεροπλανάκι με σβούρες, πάλι ξεγελιέμαι και γελάω…< /span>
Υπάρχουν κι άλλες έντονες μνήμες από το μακρινό παρελθόν: να πρέπει να πεις κατά παραγγελία πώς κάνει το παπάκι σε ξένους, να πρέπει να κάθεσαι ήσυχα χωρίς να μιλάς στην επίσκεψη στους γείτονες και αργότερα, η δασκάλα του πιάνου που γελάει και ειρωνεύεται γιατί βάζεις τα δάχτυλα στο πιάνο πλαγιαστά και όχι κάθετα, ο δάσκαλος που σε τρέλανε από τον πόνο τραβώντας σου το αυτί γιατί μιλούσε ο διπλανός σου και ήσουν κατά λάθος δίπλα, ο καθηγητής που σε απειλεί ότι θα γίνεις ναρκομανής επειδή υπερασπίζεσαι τον συμμαθητή σου που κακοποιείται από τον κύριο της γυμναστικής.
Υπάρχουν και μνήμες που δεν μπορούν εύκολα τουλάχιστον να ανακληθούν, που έχουν ποτίσει άλογα τα πάντα και που λαχταρώ να μπορέσω να τις φέρω στην επιφάνεια: η προβληματική γέννηση με επείγουσα καισαρική, η νοσηλεία δύο μηνών για κοκκύτη «σε ετοιμοθάνατη κατάσταση και με την καθαρίστρια να με σώζει από την άπνοια γιατί οι γιατροί του νοσοκομείου είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά για την περίπτωσή μου». Υπάρχει και η μνήμη από την γέννα των τριών παιδιών μου, η συνειδητοποίηση ότι το κλάμα τους ήταν τη στιγμή της γέννας μοναδικό και για τα τρία, αντιπροσωπευτικό του μετέπειτα χαρακτήρα τους, κλάμα συγκλονιστικό που γράφεται στη μνήμη σου για πάντα, που κάθε σοβαρό τους κλάμα, χρόνια μετά είναι ακριβώς ίδιο με εκείνο το πρώτο, το πρωτεϊκό. Τρία εντελώς διαφορετικά κλάματα κατά τις πρώτες στιγμές της ζωής τους, από τρεις εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους.
Η συντριπτική πλειονότητα των γονιών αγαπούν τα παιδιά τους. Η αγάπη δυστυχώς είναι αναγκαία, αλλά μη ικανή από μόνη της προϋπόθεση για υγιή παιδική ηλικία. Πολύ συχνά βλάπτουμε τα παιδιά άθελά μας, με γονεϊκές πρακτικές που δεν ευοδώνουν την ομαλή συναισθηματική τους ανάπτυξη. Κάθε εποχή έχει τις κατεστημένες πρακτικές της, τις συνήθεις νόρμες που περιμένει κανείς από τους γονείς, αλλά και τις ιδανικές πρακτικές σύμφωνα με την επιστημονική γνώση της εποχής. Πολλές πρακτικές κακοποίησης ήταν το «φυσιολογικό» και «αναμενόμενο» μέχρι πρόσφατα, μέχρι να απορριφθούν πανηγυρικά από τη νεότερη επιστημονική πραγματικότητα. Ευτυχώς οι γονείς αλλάζουμε, ωριμάζουμε μαζί με τα παιδιά μας, και σε προσωπικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο διαδοχικών γενεών.
Με συγχωρείτε γι αυτό το αυτοβιογραφικό κείμενο, έπρεπε να το γράψω. Θέλω να δείξω ότι όλοι οι γονείς χρειαζόμαστε λίγο σκάψιμο, για να συνειδητοποιήσουμε γιατί φερόμαστε όπως φερόμαστε στα παιδιά μας. Είτε οικειοθελώς είτε αναγκαστικά, όταν ζώντας την παιδική ηλικία και το μεγάλωμα των παιδιών μας έρχονται στην επιφάνεια τα δικά μας βιώματα, πώς αντιδρούσαν οι γονείς μας στα αντίστοιχα στάδια.
Μνήμες άλογες, βαθιές, χαραγμένες στα κύτταρα του εγκεφάλου, στα νευρωνικά μας κυκλώματα, ανεξίτηλα σμιλευμένες σε δίκτυα και μοτίβα, καθορίζοντας το γενικό συναίσθημα της ζωής μας. Που χρωμάτισαν για πάντα τη γενική μας διάθεση, στο κρίσιμο στάδιο των πρώτων τριών χρόνων της ζωής, όπου και καθορίζεται εάν σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας θα νιώθουμε πάνω κάτω ασφαλείς ή χαρούμενοι ή ελεύθεροι ή ανεπαρκείς ή προδομένοι ή θυμωμένοι. Μνήμες μιας συνηθισμένης γονεϊκής που υπάρχει ακόμα και σήμερα, αλλά ευτυχώς με πολλές προσπάθειες πολλών σύγχρονων γονιών συνειδητά να την απορρίψουν. Μοτίβα του πώς μας μεγάλωσαν που δυστυχώς, στις δύσκολες στιγμές κατά την ανατροφή των δικών μας παιδιών, συχνά ανεξάρτητα από το πόσα βιβλία για γονείς έχουμε διαβάσει ή πόσα σεμινάρια σύγχρονης γονεϊκής έχουμε παρακολουθήσει, τείνουμε να αναπαράγουμε αυτούσια. «Κοίτα τι κάνω τώρα στο παιδί, όπως μου έκανε η μητέρα μου», πιάνουμε τον εαυτό μας να σκέφτεται. Στο μυαλό μας γρανάζια βαθιά, χτισμένα, τείνουν να γυρίζουν και πάλι και πάλι αν δεν κάνουμε συνειδητή προσπάθεια να τα αλλάξουμε.
Όλοι έχουμε λίγο ως πολύ μέσα μας φαντάσματα του παρελθόντος. Το στοίχημα είναι συνειδητοποιώντας τα, να τα φέρνουμε στην επιφάνεια, ώστε να μην καθορίζουν ασυνείδητα τις συμπεριφορές μας απέναντι στα παιδιά μας. Το στοίχημα είναι το ταξίδι του γονιού να γίνεται ταξίδι αναβίωσης, μάθησης και αυτογνωσίας. Το να μεγαλώνεις παιδιά μπορεί να είναι ευκαιρία να ξαναδείς την παιδική σου ηλικία με αναθεωρητική ματιά, με δύναμη και κουράγιο να αποτινάξεις τα δυσάρεστα που σε δεσμεύουν, ώστε να γίνεις καλύτερος γονιός, ώστε να γίνεις καλύτερος άνθρωπος.
Σκάψτε μέσα σας, βρείτε τι σας είχε πονέσει, τολμήστε, πάρτε την οπτική γωνία του παιδιού σας, μπείτε στα μάτια του, βρείτε τα ξεπερασμένα και δυναμικά, πείτε ποτέ ξανά!