πηγη |
Όλοι ερχόμαστε κατά καιρούς αντιμέτωποι με το άγχος λόγω μεγάλων αλλαγών που μπορεί να συμβαίνουν στη ζωή μας και που μας ασκούν έντονες ψυχολογικές πιέσεις.
Μια μετακόμιση, μια οικονομική δυσκολία ή μια αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος είναι μερικές μόνο περιστάσεις που μπορεί να πυροδοτήσουν το αίσθημα του άγχους.
Ωστόσο, μιλάμε πλέον για αγχώδη διαταραχή και όχι για απλό παροδικό άγχος όταν τα συμπτώματα που βιώνουμε είναι πιο σοβαρά από την ίδια την κατάσταση που τα προκάλεσε και όταν αρχίζουν να διαταράσσουν την καθημερινότητά μας.
Σημάδια και συμπτώματα
Οι αγχώδεις διαταραχές συνοδεύονται από σημαντική δυσφορία και αναστάτωσης της προσωπικής, επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής, ωστόσο με την κατάλληλη βοήθεια είναι δυνατό να τεθούν υπό έλεγχο. Η σωστή διάγνωση της αγχώδους διαταραχής είναι το πρώτο και βασικότερο βήμα για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της.
Παρακάτω θα δείτε δέκα κοινά σημάδια και συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τις αγχώδεις διαταραχές.
1. Υπερβολική ανησυχία
Είναι λογικό να ανησυχούμε όταν ένα αγαπημένο μας πρόσωπο αντιμετωπίζει μια ασθένεια ή όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια μεγάλη οικονομική δυσκολία. Ωστόσο, στην περίπτωση αγχώδους διαταραχής οι ανησυχίες είναι δυσανάλογες προς τις αιτίες που τις προκαλούν και πολλές φορές κάνουν την εμφάνισή τους ακόμη και σε απλές καθημερινές καταστάσεις που δεν φορτίζουν τον μέσο άνθρωπο.
Για να θεωρηθεί σύμπτωμα της γενικευμένης αγχώδους διαταραχής (generalised anxiety disorder - GAD), η έντονη ανησυχία πρέπει να εμφανίζεται τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας για τουλάχιστον έξι μήνες και το άτομο να δυσκολεύεται να τη διαχειριστεί. Επίσης, η ανησυχία που χαρακτηρίζει τη ΓΑΔ οδηγεί συχνά σε αδυναμία συγκέντρωσης και ολοκλήρωσης των καθημερινών υποχρεώσεων.
2. Μόνιμη εγρήγορση
Το άγχος έχει σαν αποτέλεσμα να διεγείρεται υπερβολικά τμήμα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος. Σωματικές εκδηλώσεις της επίδρασης αυτής είναι οι γρήγοροι παλμοί της καρδιάς, η έντονη εφίδρωση (κυρίως στις παλάμες), το τρέμουλο των χεριών και η ξηροστομία. Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή ο εγκέφαλος μπαίνει σε κατάσταση επιφυλακής και προετοιμάζει το σώμα να ανταποκριθεί σε μια επερχόμενη απειλή.
Αυτή η εγρήγορση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη σε πραγματικές καταστάσεις κινδύνου, ωστόσο δεν ωφελεί και μάλιστα είναι επιβλαβής όταν αποτελεί μέρος της καθημερινής ρουτίνας.
3. Αεικινησία
Η αδιάκοπη και νευρική κίνηση είναι ένδειξη αγχώδους διαταραχής κυρίως στα παιδιά και στους εφήβους. Τα άτομα που το βιώνουν το περιγράφουν σαν μια αίσθηση ότι βρίσκονται μόνιμα «στην τσίτα» ή νιώθουν ότι δεν μπορούν να παραμείνουν στην ίδια θέση για πολλή ώρα.
Μελέτη στην επιθεώρηση Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry (JAACAP) που αφορούσε 128 παιδιά με αγχώδη διαταραχή υπέδειξε ότι σε ποσοστό 74% η αεικινησία ήταν ένα από τα βασικά συμπτώματα της διαταραχής.
4. Κόπωση
Μία ακόμη πιθανή ένδειξη αγχώδους διαταραχής είναι το αίσθημα κόπωσης ακόμη και μετά από σύντομης διάρκειας ή ήπιας έντασης δραστηριότητες. Θεωρείται μάλιστα παράδοξη, καθώς το άγχος συνήθως ταυτίζεται με την υπερκινητικότητα και τη νευρικότητα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η κόπωση εμφανίζεται μετά από μια κρίση άγχους, ενώ άλλες φορές είναι χρόνια.
5. Δυσκολία συγκέντρωσης
Μελέτη στην επιθεώρηση Journal of the American Academy of Child and Adolescent Psychiatry (JAACAP) σε 157 παιδιά με αγχώδη διαταραχή υπέδειξε ότι πάνω από δύο στα τρία αντιμετώπιζαν δυσκολία συγκέντρωσης. Μια άλλη μελέτη στην επιθεώρηση Journal of Anxiety Disorders, αυτή τη φορά σε ενήλικες με αγχώδη διαταραχή, έδειξε ότι σχεδόν το 90% αντιμετώπιζαν δυσκολία συγκέντρωσης. Μάλιστα, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, όσο πιο σοβαρή ήταν η διαταραχή τόσο μεγαλύτερη ήταν η δυσκολία συγκέντρωσης.
Το άγχος μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία της λειτουργικής (ενεργής) μνήμης, της μνήμης που είναι υπεύθυνη για την βραχυπρόθεσμη απομνημόνευση. Αυτό πιθανώς εξηγεί την πτώση των επιδόσεων που παρατηρείται σε περιόδους έντονου άγχους.
6. Ευερεθιστότητα
Τα περισσότερα άτομα με αγχώδη διαταραχή παρουσιάζουν επίσης έντονη ευερεθιστότητα.
Πρόσφατη μελέτη σε δείγμα 6.000 ενηλίκων, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση The Journal of Nervous and Mental Disease, έδειξε ότι πάνω από το 90% των ανθρώπων με ΓΑΔ εκδηλώνουν ευερεθιστότητα κατά τις περιόδους που βιώνουν έντονο άγχος.
7. Δυσκολίες στον ύπνο
Οι διαταραχές του ύπνου συνδέονται στενά με τις αγχώδεις διαταραχές. Οι διακοπές του ύπνου μέσα στη νύχτα και η αϋπνία είναι τα δύο προβλήματα που βιώνουν συχνότερα τα άτομα με άγχος.
Σύμφωνα μάλιστα με μελέτη στην επιθεώρηση Journal of Abnormal Child Psychology, οι διαταραχές του ύπνου στην παιδική ηλικία μπορεί να «προβλέψουν» την εκδήλωση του άγχους στη μετέπειτα ζωή. Από τα 1.000 παιδιά που παρακολουθήθηκαν στο πλαίσιο της μελέτης, όσα αντιμετώπιζαν πρόβλημα αϋπνίας ήταν 60% πιο πιθανό να εκδηλώσουν αγχώδη διαταραχή μέχρι την ηλικία των 26 ετών.
8. Κρίσεις πανικού
Η διαταραχή πανικού είναι ένα συχνό είδος αγχώδους διαταραχής που χαρακτηρίζεται από τις γνωστές κρίσεις πανικού.
Μια κρίση πανικού χαρακτηρίζεται από ένα ακατανίκητο αίσθημα φόβου και συνοδεύεται από ποικίλες σωματικές εκδηλώσεις όπως η ταχυπαλμία, η έντονη εφίδρωση, το τρέμουλο, η δύσπνοια, το σφίξιμο στο στήθος, η ναυτία κ.ά.
Υπολογίζεται ότι ποσοστό 22% των Αμερικανών θα εκδηλώσει κρίση πανικού κάποια στιγμή στη ζωή του, ωστόσο μόνο το 3% εξ αυτών εκδηλώνει κρίσεις πανικού τόσο συχνά ώστε να πληροί τα κριτήρια της διαταραχής πανικού.
9. Κοινωνική απομόνωση
Τα άτομα που πάσχουν από αγχώδεις διαταραχές τείνουν να αποφεύγουν τις κοινωνικές εκδηλώσεις, ανησυχούν για την κριτική που τυχόν θα τους ασκήσουν οι άλλοι, φοβούνται μήπως ντροπιαστούν μπροστά σε τρίτους και αποφεύγουν την πολυκοσμία λόγω του άγχους τους.
Αυτό το είδος κοινωνικού άγχους, όπως ονομάζεται, υπολογίζεται ότι απαντάται σε ποσοστό περίπου 12% των ενηλίκων στις ΗΠΑ.
10. Φοβίες
Ο ακραίος φόβος απέναντι σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις (π.χ. αράχνες, μικροί χώροι) χαρακτηρίζεται ως φοβία και αποτελεί τυπική ένδειξη της αγχώδους διαταραχής.
Οι φοβίες συνήθως κάνουν την εμφάνισή τους σε μικρή ηλικία (παιδική, εφηβική) και είναι τόσο έντονες ώστε εμποδίζουν το άτομο να λειτουργήσει φυσιολογικά στην καθημερινότητά του.