Στα τέλη του 19ου αιώνα οι ψυχολόγοι
διατύπωσαν θεωρίες με σκοπό να εξηγήσουν γιατί τα μικρά ζώα και τα παιδιά
επιδίδονται σε δραστηριότητες που δε σχετίζονται άμεσα με κάτι χρήσιμο.
Κάποιοι θεωρητικοί υποστήριξαν πως το παιχνίδι είναι μία έκφραση της
πλεονάζουσας ενέργειας και δεν σχετίζεται με τη διαδικασία της ανάπτυξης.
Άλλοι μελετητές, όπως ο Freud και η Klein υποστηρίζουν
πως τα παιδιά μέσω του παιχνιδιού εκφράζουν τους ασυνείδητους φόβους και τις
φαντασιώσεις τους.
Ο παρακάτω κατάλογος μας δίνει μία εικόνα για την
κατηγοριοποίηση του παιχνιδιού σε είδη:
- «Σκληρό Παιχνίδι»: Γαργάλισμα βρεφών, κυνηγητό μικρών και πάλη εφήβων
- «Συμβολικό Παιχνίδι»: Υποκατάσταση ενός αντικειμένου από ένα άλλο. Περισσότερο σύνθετες μορφές συνιστά το παιχνίδι της φαντασίας
- «Τελετουργικό Παιχνίδι»: Πρόκειται για επαναλαμβανόμενα και ρυθμικά παιχνίδια, όπως το παιχνίδι του κρυφτού στα μωρά «τσα!»
- «Παιχνίδια με κανόνες»: Παίζονται πιο συχνά καθώς το παιδί μεγαλώνει, όπως είναι το ποδόσφαιρο
Για να χαρακτηριστεί μια συμπεριφορά ως παιχνίδι
πρέπει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
- Να δείχνει θετικό συναίσθημα μέσω του ψυχαγωγικού της χαρακτήρα
- Να μην είναι κυριολεκτική και πεζή
- Να έχει ευελιξία. Οι παίκτες πρέπει κάθε φορά να εισάγουν καινούργιες ιδέες
- Να έχει ως προϋπόθεση την εσωτερική κινητοποίηση
Μία άλλη κατηγοριοποίηση του παιχνιδιού υποστηρίζει
πως για να θεωρήσουμε μια δραστηριότητα ως παιχνίδι πρέπει να έχει τα εξής
χαρακτηριστικά:
- Να είναι ευχάριστη
- Να είναι αυτοσκοπός και όχι μέσο για κάτι άλλο
- Να επιλέγεται αυθόρμητα και ελεύθερα από τους παίκτες
- Να απαιτεί ενεργή συμμετοχή παικτών
Επομένως, η γνωστή φράση των γονιών «Τώρα πρέπει να
παίξεις και να με αφήσεις ήσυχο» είναι το λιγότερο προβληματική.
Πολλές από τις πρώτες αλληλεπιδράσεις του παιδιού με
τα άλλα παιδιά συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού. Το παιχνίδι
είναι το βασικό πεδίο της γνωστικής ανάπτυξης (το παιχνίδι είναι η εργασία του
παιδιού) και της ανάπτυξης κοινωνικών επιδεξιοτήτων.
Τα είδη του παιχνιδιού με βάση τη γνωστική
πολυπλοκότητα:
1). Αισθησιοκινητικό: Είναι παιχνίδι εξεύρεσης και χειρισμού των
αντικειμένων. Το παιδί των 12 μηνών περίπου προσπαθεί να καταλάβει τον
κόσμο μέσω των αισθητηριακών & κινητικών του ικανοτήτων. Πχ. βάζει
αντικείμενα στο στόμα του, τα μετακινεί, τα κουνά, τα στοιβάζει κλπ.
2). Λειτουργικό: Απλές, επαναλαμβανόμενες μυϊκες κινήσεις
με ή χωρίς τη χρήση αντικειμένων. Πχ. το παιδί πηδά πάνω-κάτω.
3). Δομικό: Χειρισμός αντικειμένων από το παιδί με σκοπό να
κατασκευάσει κάτι. Πχ. να φτιάξει ένα πύργο, ένα παζλ, να φτιάξει κάτι με την
πλαστελίνη.
4). Προσποίησης (ή Δραματικό): Το παιδί χρησιμοποιεί
σύμβολα (σκουπόξυλο για άλογο) ή παίζει διάφορους ρόλους. Έτσι εξερευνά
τη σημασία των δραστηριοτήτων και των σχέσεων στον κόσμο των μεγάλων,
αναπαράγοντας πλευρές του πραγματικού κόσμου.
5). Με κανόνες: Πχ. το παιχνίδι με τους βόλους, το
κουτσό, τα επιτραπέζια κτλ. Το παιδί αρχίζει να ενδιαφέρεται για την έννοια της
δικαιοσύνης. Αυτό το είδος παιχνιδιού εμφανίζεται σπάνια πριν το δημοτικό
σχολείο, ενώ οι προηγούμενες κατηγορίες παιχνιδιού παρατηρούνται σε παιδιά
προσχολικής ηλικίας.
Για το παιχνίδι έχουν οριστεί κάποια στάδια ανάπτυξης:
- Αισθησιοκινητική εκμάθηση (1-2 ετών) – Μοναχικό παιχνίδι, επανάληψη, εξάσκηση και εκμάθηση συμπεριφορών
- Ανοργάνωτο παιχνίδι (3-6 ετών) Προ – λογικό στάδιο - Συμβολικό παιχνίδι & παιχνίδι προσποίησης. Εγωκεντρικό και παράλληλο.
- Οργανωμένο παιχνίδι με κανόνες (7 ετών) Στάδιο συγκεκριμένων λειτουργιών – Ο εγωκεντρισμός παύει. Συνεργατικό παιχνίδι, κοινωνική συνείδηση και συμπεριφορά.
Τα παιδιά που χρησιμοποιούν ένα νέο αντικείμενο με
πολλούς ευρηματικούς τρόπους έχουν υψηλότερο δείκτη δημιουργικότητας.
Επίσης, όταν ένα παιδί παίζει μόνο του τις περισσότερες φορές το παιχνίδι είναι
απλό, ενώ το παιχνίδι με τους άλλους σχεδόν τις μισές φορές είναι σύνθετο (και προσφέρει
πολλαπλάσια ερεθίσματα στο παιδί).
Τα παιδιά εκφράζουν μέσω του παιχνιδιού τους φόβους
και τις φαντασιώσεις τους και εκτονώνουν τις συναισθηματικές τους
συγκρούσεις. Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να καταπολεμήσει τους φόβους του ή να
τους φέρει στα μέτρα του (πχ. φόβος γιατρού ή φόβος σχολείου) Επίσης,
εκφράζουν το πώς νομίζουν ότι οι άλλοι άνθρωποι αισθάνονται για εκείνα και για
τους άλλους ανθρώπους. Ακόμη, εκφράζουν πως θα ήθελαν να τους φέρονται οι
άλλοι. Κάτι άλλο που πρέπει να σημειωθεί είναι πως τα παιδιά υποδύονται
υπερήρωες για να καλύψουν τις συναισθηματικές τους ανάγκες. Εκφράζουν
επιθετικότητα, δίχως να έχουν τύψεις και πραγματικό κίνδυνο.
Πολλοί ερευνητές υπογράμμισαν τη σημασία του
παιχνιδιού για την ανάπτυξη και την ανατροφή του παιδιού. Το παιχνίδι
βοηθάει στην ανάπτυξη της φαντασίας, είναι ένα χρήσιμο μέσο κοινωνικής μάθησης
και αποτελεί μία καλή προετοιμασία για την είσοδο των παιδιών στον κόσμο των
μεγάλων.
Η σημαντική όμως αυτή ανάγκη συχνά παραμελείται από το φόρτο της
σχολικής εργασίας. Χαρακτηριστική είναι η φράση των γονιών: «Πάνε τα παιχνίδια
τώρα. Μεγάλωσες!».
Ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να εξετάσουμε είναι αυτό
της παρέμβασης των γονιών στο παιχνίδι. Η παρέμβαση των μεγάλων στο
παιχνίδι πρέπει να γίνεται μετά την ηλικία των 4 ετών και με μέτρο, έτσι ώστε
να μη μειώνεται η χρήση της φαντασίας και της ελευθερίας. Οι ενήλικες
πρέπει να βοηθούν διακριτικά την επίλυση κάποιων συγκρούσεων και μετά να
αποσύρονται.
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα πως τα παιδιά δε
χρειάζονται καθοδήγηση για να παίξουν. Αυτό που χρειάζονται είναι
περισσότερος ελεύθερος χρόνος. Από την άλλη πλευρά, οι γονείς χρειάζεται
να μάθουν από τα παιδιά, γιατί έχουν ξεχάσει πως είναι να παίζεις.
Πηγή
Πηγή