«Θα ήθελα να αλλάζαμε σπίτι, γειτονιά, πόλη, δεν έχω φίλους εδώ. Είμαι οκτώ χρόνων και το πρώτο Σαββατοκύριακο στην Αθήνα μετά τις διακοπές δεν έχω σταματήσει να κλαίω. Μου λείπει η φύση, ο ανοιχτός ορίζοντας, η παιδική χαρά που έσφυζε από κόσμο, η πλατεία όπου μπορούσα να παίζω δίχως να φοβάμαι, τα γατάκια και όλα τα άλλα ζώα που έγιναν φίλοι μου. Κυρίως, μου λείπουν οι παρέες, οι φίλοι που γνώρισα στις παραλίες, στις πλατείες, στις παραστάσεις, στα πανηγύρια που πήγαμε. Νιώθω τόση μοναξιά».
Μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που σφίγγεται στην αγκαλιά σου, η φθινοπωρινή Αθήνα, έτοιμη για μια όμορφη εκτονωτική καταιγίδα, ξαφνικά χάνει τη μαγεία της. Σταματάς να βλέπεις την κρυμμένη ομορφιά που ένιωθες πως υπήρχε ακόμη και στις πιο εγκαταλελειμμένες γειτονιές της και βλέπεις μόνο τη μοναξιά κάποιων ανθρώπων. Υπερβολικός συναισθηματισμός; Δεν νομίζω. Ενα μοναχοπαίδι που βρίσκεται στην Αθήνα το καλοκαίρι δίχως φίλους έχει αρκετά κοινά με έναν αντίστοιχο ηλικιωμένο που μένει μόνος του, αν και φυσικά δεν μπορούν να συγκριθούν οι δύο καταστάσεις.
Προσπαθείς να βρεις τρόπους να παρηγορήσεις, να απαλύνεις αυτή τη μοναξιά, μόνο για να πέσεις σε ατελείωτα εμπόδια, το ένα χειρότερο από το άλλο... Τότε αρχίζει ο δικός σου εφιάλτης. Μοιάζει με ένα παιδικό παιχνίδι, κάτι σαν το φιδάκι, που ανεβαίνεις και κατεβαίνεις συνεχώς την ίδια σκάλα ελπίζοντας πως κάποια στιγμή θα φανείς τυχερός.
Πρώτη απόπειρα, η αναζήτηση αθηναϊκών παιδικών χαρών στην ευρύτερη γειτονιά του κέντρου. Στο καυτό και άνυδρο Πεδίον του Αρεως, όπως και σε πολλές άλλες κεντρικές περιοχές, οι παιδικές χαρές έχουν κλείσει μετά το δυστύχημα στο Ελληνικό. Υποτίθεται ότι βρίσκονται σε διαδικασία συντήρησης/ανακατασκευής, κάτι το οποίο προφανώς δεν συμβαίνει, ενώ η παιδική χαρά που βρίσκεται στο βορειότερο τμήμα του Πεδίου του Αρεως, η οποία είναι επισήμως κλειστή, ανεπίσημα φιλοξενεί πλήθος παιδιών και γονιών που μπαίνουν σκαρφαλώνοντας (εννοείται κι εκεί έργα συντήρησης δεν εκτελούνται).
Υπάρχουν κάποιες που λειτουργούν... Ξανακοιτώντας τις δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω τη μιζέρια που επικρατεί. Δίχως σκιά, δίχως λουλούδια και δέντρα, σε έναν ξερό, τσιμεντένιο χώρο περιφραγμένο, έχουν στηθεί δύο ειδών κούνιες, μια τσουλήθρα στην καλύτερη περίπτωση και ένα είδος μονόζυγου. Αγριεμένα παιδιά που συχνά βρίζουν ή μαλώνουν μεταξύ τους, γονείς που δεν έχουν τη διάθεση να μιλήσουν μεταξύ τους, αυτό είναι το περιβάλλον. Για τους κατοίκους του κέντρου υπάρχουν ευτυχώς οι παιδικές χαρές του Εθνικού Κήπου, όμως δεν θα έπρεπε κάθε γειτονιά να παρέχει κάτι παρόμοιο, έστω σε μικρότερη κλίμακα;
Ψυχαγωγία στη γειτονιά; Πώς; Μπορεί σήμερα ένας γονιός να αφήσει μόνο του ένα μικρό παιδί να παίξει στην πλατεία της γειτονιάς του χωρίς να το παρακολουθεί ακατάπαυστα;
Κι όταν η οικογένεια των μοναδικών φίλων που μένουν απέναντι έχει βολευτεί με τις δικές της παρέες, έρχεται η κρίσιμη στιγμή. Ολοι δηλώνουμε υπεράνω όταν πρόκειται για θέματα ρατσισμού. Εχετε πραγματικά βρεθεί στη θέση να πρέπει εκ των πραγμάτων να κάνετε φίλους με αλλοδαπούς γονείς των συμμαθητών του παιδιού σας; Το θέλετε από την καρδιά σας. Είναι πιθανόν όμως εκείνοι για πολλούς λόγους να μην μπορούν. Δεν είναι τόσο απλό όσο νομίζουμε.
Απόδραση, πάση θυσία
Ψυχαγωγία λοιπόν κλεισμένοι σε ένα διαμέρισμα. Τηλεόραση (αποτρόπαια κατάσταση καθώς τα κινούμενα σχέδια που προβάλλονται στα δύο παιδικά κανάλια το μόνο που δεν προκαλούν είναι το γέλιο), υπολογιστής (το γνωστό friv με πολύ ωραία παιχνίδια, ταινίες, ό,τι άλλη ιδέα ευπρόσδεκτη) και ευτυχώς διάβασμα, ίσως το μόνο καλό στο οποίο μπορεί να σε οδηγήσει η μοναξιά, αν υπάρχουν βέβαια βιβλία στο σπίτι, και ενθάρρυνση. Τελικά καταλήγεις στην απόδραση, πάση θυσία. «Υπάρχει κάπου στην Αθήνα που δεν έχουμε πάει;». Κατηφορίζουμε προς τον ηλεκτρικό. Με την πεποίθηση πως κάπου εκεί έξω η πόλη οφείλει να μας χαρίσει τη χαρά.
Πηγή