![]() |
ΠΗΓΗ |
(Κρόκου, Ζ. (2006). Μαθαίνοντας τα παιδιά πώς να μαθαίνουν, στο 1ο Εκπαιδευτικό συνέδριο Περιφερειακής Διεύθυνσης Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης Ηπείρου και των Τμημάτων Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης (σσ. 59-69). Ιωάννινα, όπως ανακτήθηκε, Μάρτιος, 17, 2011 από http://srv-ipeir.pde.sch.gr/educonf/1/03_.pdf)
0. Εισαγωγή
Οι άνθρωποι μαθαίνουν διαρκώς. Δεν μπορούν να σταματήσουν να μαθαίνουν ακόμα κι αν το επιθυμούν. Η κοινωνική εξέλιξη από τη μια και η επιστημονική έρευνα από την άλλη έχουν δώσει νέες προεκτάσεις στον όρο «μάθηση», με αποτέλεσμα να μην θεωρείται πλέον μια στατική διαδικασία. Η μάθηση και η απόκτηση γνώσεων είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται με τη διατήρηση και εξέλιξη της ζωής καθώς και με τη δημιουργία του πολιτισμού. Σύμφωνα με τον Πόρποδα (2003), η διαδικασία της απόκτησης, συγκράτησης και χρησιμοποίησης των περιβαλλοντικών πληροφοριών αποτελεί το φαινόμενο της μάθησης και απόκτησης των γνώσεων. Στη σύγχρονη εποχή η εκπαίδευση αναφέρεται στη μάθηση και απόκτηση δεξιοτήτων για ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών, χωρίς το άτομο να ενεργεί άμεσα στο περιβάλλον του, αλλά πολλές απ? αυτές τις αποκτά μέσω του συμβολικού συστήματος της γλώσσας.
Η μάθηση, όπως πολλές φορές ακούμε να λέγεται ιδιαίτερα από τους εκπαιδευτικούς, δεν προσφέρεται αλλά κατακτάται. Αυτή και μόνο η φράση προσδιορίζει τον ενεργητικό χαρακτήρα της μάθησης, η οποία απαιτεί συνειδητή προσπάθεια από το άτομο, το οποίο έχει και την ευθύνη για να μάθει. Δεν είναι λίγες οι φορές που λέμε στους μαθητές μας «δεν μπορώ να σου ανοίξω το κεφάλι και να στα βάλω μέσα», υποδηλώνοντας έτσι ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι πρώτιστα οργανωτικός, δηλαδή να δημιουργεί το πλαίσιο εργασίας και να φέρνει το άτομο σε επαφή με τις κατάλληλες πληροφορίες, οι οποίες θα το βοηθήσουν «να μπορεί να μαθαίνει μόνο του».
Σύμφωνα με τη Γνωστική Ψυχολογία, οι γνώσεις προσφέρονται ως πληροφορίες που πρέπει πρώτα να αποκτηθούν και μετά να επεξεργαστούν από το άτομο που μαθαίνει, ώστε να γίνουν γνώσεις του. Για να είναι όμως δυνατή η απόκτηση των πληροφοριών και η μετατροπή τους σε γνώσεις, πρέπει αυτές να δίνονται με τέτοιο τρόπο οργανωμένες, ώστε το άτομο που πρόκειται να τις μάθει να διευκολυνθεί στο έργο της μάθησης. Σ΄ αυτό εδώ το σημείο διαφαίνεται και η σχέση της διδασκαλίας με τη μάθηση και η ευθύνη του εκπαιδευτικού.
Οι έρευνες, τόσο της ψυχολογίας όσο και της παιδαγωγικής, συγκλίνουν στο ότι η μάθηση εξαρτάται όχι μόνο από τους εξωτερικούς παράγοντες, δηλαδή τη διδασκαλία, τον εκπαιδευτικό ή τα βιβλία, αλλά είναι συνάρτηση και των εσωτερικών νοητικών λειτουργιών[1] του ατόμου που μαθαίνει. Άρα ο εκπαιδευτικός δεν πρέπει να είναι μόνο ενημερωμένος και καταρτισμένος για τους εξωτερικούς παράγοντες που διευκολύνουν τη μάθηση (δηλαδή τη διδακτική μεθοδολογία που θα ακολουθήσει), αλλά θα πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά και τις νοητικές λειτουργίες με τις οποίες συντελείται η μάθηση των μαθητών του. Έτσι κατανοεί πώς μαθαίνει ο μαθητής και στέκεται αρωγός του στις γενικές ή ειδικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη μάθηση.
1. Καινοτόμες μορφές μάθησης
1.1 Η ενεργητική μάθηση
Όπως προαναφέραμε για να είναι το αποτέλεσμα της μάθησης αποδοτικό και με απεριόριστη χρονική ισχύ θα πρέπει η μάθηση να έχει ενεργητικό χαρακτήρα. Όλο και πιο πολύ τα τελευταία χρόνια δίνεται έμφαση στην ενεργητική, ανεξάρτητη και αυτοκατευθυνόμενη μάθηση, καθώς αρκετά εκπαιδευτικά ιδρύματα αλλά και εκπαιδευτικοί στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς αυτές τις μορφές μάθησης.
Η ενεργητική μάθηση[2] είναι εφικτή όταν οι μαθητές έχουν μάθει πώς να μαθαίνουν με δική τους πρωτοβουλία, πώς να εστιάζουν τις προσπάθειές τους σ? αυτή τη μορφή μάθησης και πώς να την εφαρμόζουν σε διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα· όλα αυτά αποτελούν τα εργαλεία ενδυνάμωσης της ενεργητικής μάθησης. Δεν μπορούμε όμως να παρέχουμε στους μαθητές μας ευκαιρίες ενεργητικής μάθησης, αν προηγουμένως αυτοί δεν αποκτήσουν τις απαραίτητες γνωστικές, μεταγνωστικές, κοινωνικές και πραξιακές δεξιότητες.
Ο όρος ενεργητική αποδόθηκε στη μάθηση στα νεότερα χρόνια σε αντίστιξη με την παθητική, όπως είχε οριστεί η μάθηση η μεταφερόμενη από το δάσκαλο στο μαθητή. Είναι η διαδικασία κατά την οποία ο μαθητής έχει το δικαίωμα να αποφασίζει για τον τρόπο που θέλει να μάθει. Ένας δεύτερος ορισμός τη συνδέει με μια διανοητική δραστηριότητα, σύμφωνα με την οποία ο μαθητής προκαλείται να χρησιμοποιήσει τις γνωστικές του ικανότητες καθώς μαθαίνει. Επίσης, έχει σχέση με τον αριθμό και το είδος των αποφάσεων που καλείται να πάρει ο μαθητής μόνος του ή σε συνεργασία με τον εκπαιδευτικό, όπως το να φτιάχνει χρονοδιαγράμματα, να θέτει στόχους και επιθυμητές δραστηριότητες, να ελέγχει την πρόοδό του και την κατανόηση όσων έχει μάθει, όπως αυτά αντανακλώνται στην επίτευξη των στόχων ή την αποτυχία τους. Σύμφωνα με όλα αυτά η ενεργητική μάθηση έχει να κάνει με την προετοιμασία, την εκτέλεση, τη ρύθμιση, τον έλεγχο, την ανατροφοδότηση και τη διατήρηση των μαθησιακών δεξιοτήτων από τους μαθητές για απεριόριστο χρονικό διάστημα.
Τα αποτελέσματα της καινοτόμου αυτής μορφής μάθησης παρουσιάζουν τα εξής χαρακτηριστικά:
- έχουν αντοχή στο χρόνο (durable) με την έννοια ότι παραμένουν ενεργά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα
- είναι ευέλικτα (flexible) δηλαδή προσεγγίζονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες
- είναι ευπροσάρμοστα (adaptable) στα νέα δεδομένα και στις αλλαγές αυτών, αφού υπάρχει κατανόηση σε βάθος
- είναι λειτουργικά, δηλαδή μπορούν να ανακληθούν ή να χρησιμοποιηθούν στο σωστό τόπο και χρόνο
- έχουν σημασιολογικό περιεχόμενο
- μπορούν να γενικευτούν και να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε κατάσταση ή με οποιαδήποτε δεδομένα και,
- είναι εφαρμόσιμα, αφού τα άτομα γνωρίζουν πότε, πού και κάτω από ποιες συνθήκες μπορούν ή είναι απαραίτητο να εφαρμοστούν.
Αυτό που είναι σημαντικό για την ενεργητική μάθηση είναι να γνωρίζουμε τι μπορούμε να κάνουμε με τις πληροφορίες που λαμβάνουμε χωρίς να μας ενδιαφέρει η ποσότητα αυτών. Η διδακτική της ενεργητικής μάθησης λαμβάνει υπόψη της δύο παραμέτρους: α. τις διαπροσωπικές σχέσεις, έτσι όπως αυτές αναπτύσσονται μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών και β. τον τρόπο που ο εκπαιδευτικός εξάγει τις μαθησιακές δεξιότητες από τους μαθητές τους. Για να μπορέσουν οι μαθητές να ενεργοποιήσουν τις μαθησιακές τους δεξιότητες θα πρέπει να βρίσκονται σε περιβάλλον στο οποίο θα αισθάνονται ασφαλείς να πειραματιστούν με τις νέες τους ?υποχρεώσεις? και ?δραστηριότητες?.
Οι Brekelmans, Sleegers και Fraser (2000) επισημαίνουν ότι ο δάσκαλος θα πρέπει να είναι τόσο ανεκτικός και τόσο εξουσιαστικός, ώστε να δείχνει προσωπικό ενδιαφέρον για τους μαθητές του και να διατηρεί μια υποστηρικτή υποδομή και ελευθερία στην τάξη, αλλά ταυτόχρονα να είναι και ο ίδιος πολύ καλά οργανωμένος και προσανατολισμένος στο καθήκον που έχει αναλάβει. Οι κανόνες και οι αρχές της διαδικασίας πρέπει να είναι δοσμένα με σαφήνεια, ώστε να μην χρειάζεται να τα υπενθυμίζει στους μαθητές.