πηγη |
Η σχέση των διαταραχών των αναγνωστικών δεξιοτήτων με τις διαταραχές του λόγου, μελετήθηκε από τη σκοπιά της ψυχολογίας, της παιδοψυχιατρικής και των νευροεπιστημών. Από τις πρώιμες σημαντικές για ανάγνωση και τις αναγνωστικές δυσκολίες έρευνες (Liberman, 1983), προκύπτει ότι υπάρχει σημαντική σχέση μεταξύ των δυσκολιών ανάγνωσης και φωνολογικής επίγνωσης, καθώς και ότι οι δυσκολίες ανάγνωσης δεν συνδέονται με την ομιλία. Σε αντίθεση με την παλαιότερη θέση του Orton ότι τα οπτικά λάθη και οι αντιστροφές προσδιορίζουν τη δυσλεξία, οι προαναφερόμενοι ερευνητές υποστήριξαν ότι τα γλωσσολογικά χαρακτηριστικά της ανάγνωσης, και οι δυσκολίες κατονομασίας χαρακτηρίζουν τη δυσλεξία (Lyon, et al. 2003).
Στην Ευρώπη και κυρίως στη Μ. Βρετανία, η μελέτη των Μαθησιακών Δυσκολιών επικεντρώθηκε στις ειδικές δυσκολίες ανάγνωσης. Ο Critchley, μια σημαντική προσωπικότητα στο χώρο των ΜΔ, όρισε την αναπτυξιακή δυσλεξία ως μια μαθησιακή διαταραχή, η οποία εκδηλώνεται αρχικά με δυσκολίες στην ανάγνωση και αργότερα με περίεργη ορθογραφία, καθώς και με δυσκολίες στη χρήση του γραπτού και όχι του προφορικού λόγου.
Ενδιαφέρουσα είναι η διάκριση που έκανε ο Rutter με τους συνεργάτες του (Rutter & Yule, 1975, Rutter, et al. 2004) μεταξύ της γενικής και ειδικής αναγνωστικής καθυστέρησης. Η γενική αναγνωστική καθυστέρηση αναφέρονταν στις δυσκολίες ανάγνωσης κατά τη φοίτηση στο σχολείο, ανεξάρτητα από το νοητικό δυναμικό, και αφορούσε σε παιδιά με νοημοσύνη και επίδοση κάτω του φυσιολογικού. Από την άλλη, η ειδική (αναπτυξιακή) αναγνωστική καθυστέρηση, αναφέρονταν σε μια επιβράδυνση της επίδοσης στην ανάγνωση, που δεν προέρχονταν από χαμηλή νοημοσύνη, ήταν δηλαδή ένα είδος υποεπίδοσης παιδιών με φυσιολογική νοημοσύνη.