πηγη |
«Ένας έφηβος θα δυσκολευόταν σίγουρα να μπει σε ένα καζίνο. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για το διαδίκτυο, όπου ακόμη κι ένα μικρό παιδί αποκτά εύκολα πρόσβαση στις πλατφόρμες στοιχημάτων και τυχερών παιχνιδιών», τονίζει η Sarah Clark, συνδιευθύντρια της Εθνικής δημοσκόπησης για την υγεία των παιδιών του Παιδιατρικού Νοσοκομείου C.S. Mott, με αφορμή μια νέα δημοσκόπηση σχετικά με το διαδικτυακό στοίχημα και τα παιδιά.
«Αυτή η διευρυμένη προσβασιμότητα έχει αυξήσει την έκθεση των ανηλίκων στους κινδύνους του στοιχηματισμού, αλλά η συζήτηση γύρω από το πρόβλημα παραμένει ελάχιστη», προσθέτει.
Τα αποτελέσματα της νέας δημοσκόπησης σε μια ομάδα 923 γονέων από τις ΗΠΑ, με τουλάχιστον ένα παιδί ηλικίας 14 – 18 ετών είναι ενδεικτικά: Μόλις 1 στους 4 γονείς έχει μιλήσει με τα έφηβα παιδιά του για το διαδικτυακό στοίχημα, ενώ περισσότεροι από τους μισούς αγνοούν το επιτρεπόμενο όριο ηλικίας. Παράλληλα, 1 στους 6 δήλωσε ότι, αν τα παιδιά του έπαιζαν στοίχημα στο διαδίκτυο, πιθανότατα δε θα το γνώριζε, ενώ τα 2/3 αποκάλυψαν ότι το παιδί έχει τραπεζικό λογαριασμό ή χρεωστική/πιστωτική κάρτα στο όνομά του, γεγονός που καθιστά την πρόσβαση σε τέτοιες πλατφόρμες κρυφά από τους γονείς ακόμη ευκολότερη.
Η έκθεση στον διαδικτυακό τζόγο είναι ένα ευρέως διαδεδομένο φαινόμενο. Περισσότεροι από 6 στους 10 γονείς δήλωσαν ότι έχουν ακούσει ή δει διαφημίσεις για διαδικτυακά αθλητικά στοιχήματα ή στοιχήματα καζίνο. Η δρ. Clark σημειώνει ότι στις διαφημίσεις αυτές εμφανίζονται συχνά δημοφιλείς προσωπικότητες και αθλητές, παροτρύνοντας το κοινό να στοιχηματίσει. «Οι έφηβοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε αυτές τις διαφημίσεις, οι οποίες συχνά προωθούνται στο εμπόριο για να μεταδώσουν συναισθήματα ενθουσιασμού και ατελείωτων δυνατοτήτων», δήλωσε.
«Πολλές επιλογές διαδικτυακών τυχερών παιχνιδιών θα φανούν οικείες στους εφήβους. Μοιάζουν με παιχνίδια που παίζουν στα τηλέφωνά τους, με κοινά χαρακτηριστικά, όπως οι πόντοι μπόνους και οι ανταμοιβές. Αυτή η εξοικείωση καθιστά πιο δύσκολο για τους εφήβους να εκτιμήσουν τη διαφορά μεταξύ του παιχνιδιού για διασκέδαση και του παιχνιδιού για χρήματα», εξηγεί η δρ. Clark.
Πολλές χώρες έχουν ορίσει ως κατώτατο όριο ηλικίας πρόσβασης τα 21 έτη, ωστόσο παρουσιάζεται μια αυξανόμενη ανησυχία ότι υπάρχουν «παραθυράκια» ασφαλείας, τα οποία οι έφηβοι διαθέτουν όλη την τεχνογνωσία να παρακάμψουν. «Οι γονείς είναι πιθανό να υποτιμούν το ενδιαφέρον και τις διαδικτυακές γνώσεις των έφηβων παιδιών τους», δήλωσε η δρ. Clark. «Το διαδικτυακό στοίχημα είναι δύσκολο να εντοπιστεί, επειδή ένας έφηβος μπορεί εύκολα να συνδεθεί στο smartphone ή σε άλλη προσωπική συσκευή, να διαγράψει το ιστορικό αναζήτησης, να κρύψει την εφαρμογή ή να τη χρησιμοποιήσει διακριτικά», πρόσθεσε.
Πολλοί γονείς ανησυχούν για τους κινδύνους του τζόγου στους εφήβους, εκφράζοντας τον προβληματισμό τους για το ενδεχόμενο οι νέοι να χάσουν μεγάλα χρηματικά ποσά ή να αναπτύξουν εθισμό στα τυχερά παιχνίδια. Ορισμένοι δήλωσαν ότι υποστηρίζουν στρατηγικές για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων, όπως ο περιορισμός των στοιχημάτων μετά την απώλεια ενός συγκεκριμένου ποσού, η δυνατότητα «προβολής από τους γονείς» για την παρακολούθηση της κίνησης των λογαριασμών, η επαλήθευση της νόμιμης ηλικίας κατά την εγγραφή με ταυτότητα και φωτογραφία, ο περιορισμός των στοιχημάτων εντός συγκεκριμένης περιόδου και η καταβολή του κόστους θεραπείας για τους νέους που αναπτύσσουν εθισμό στα τυχερά παιχνίδια.
Σύμφωνα με την δρ. Clark, είναι κομβικής σημασίας οι γονείς να μιλούν με τα παιδιά τους γι’ αυτό το ζήτημα. «Οι γονείς πρέπει να ξεκινήσουν ανοιχτές, παραγωγικές συζητήσεις με τα παιδιά τους για τους κινδύνους των τυχερών παιχνιδιών. Ανεξάρτητα από το αν ένα παιδί χρησιμοποιεί τις πλατφόρμες στοιχημάτων ή όχι, οι συνεχείς συζητήσεις μπορεί να το βοηθήσουν στον περιορισμό των κοινωνικών πιέσεων και την επιρροή που ασκούν», δήλωσε χαρακτηριστικά.