Εκτιμάται ότι υπάρχουν 1-2 παιδιά με αυτισμό
ανά 1.000 παιδιά, ενώ μετρώντας τα παιδιά με Διάχυτες Αναπτυξιακές
Διαταραχές (Δ.Α.Δ.) , το νούμερο ανέρχεται σε 6-7 περιπτώσεις ανά 1.000.
Είναι 3 έως 5 φορές πιο συχνή στα αγόρια από ότι στα κορίτσια. Δεν
είναι ξεκάθαρο αν πράγματι υπάρχει αύξηση των περιστατικών αυτισμού ή αν
η αύξηση αυτή αντανακλά το γεγονός ότι τα διαγνωστικά κριτήρια έχουν
διευρυνθεί και αναγνωρίζονται γενικά οι αυτιστικές διαταραχές και λόγω
της διάδοσης της γνώσης αναγνωρίζονται ευκολότερα τα στοιχεία του
αυτισμού και γίνονται περισσότερες και ακριβέστερες διαγνώσεις.
Παραμένει σημαντικό, ωστόσο, το ότι ολοένα και περισσότερα παιδιά
εμφανίζονται στους επαγγελματίες του χώρου της υγείας, παρουσιάζοντας
προβληματικές συμπεριφορές στο φάσμα του αυτισμού.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρία (American Psychiatric Association), ο αυτισμός ορίζεται ως «μία διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή που αποτελείται από μία ή περισσότερες συγκεκριμένες ανωμαλίες. Οι Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές χαρακτηρίζονται από σοβαρή και διάχυτη βλάβη σε αρκετούς αναπτυξιακούς τομείς όπως στις δεξιότητες κοινωνικής αλληλεπίδρασης στις δεξιότητες επικοινωνίας ή στην παρουσία στερεοτυπικής συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων». Ακόμα, ο ορισµός που δίνεται για τον αυτισµό από την Αutism Society of America στο άρθρο Defining Autism διευκρινίζει ότι: «Ο αυτισμός είναι µια διαδεδομένη αναπτυξιακή διαταραχή χωρίς πλήρη θεραπεία που κυρίως εµφανίζεται στα πρώτα τρία χρόνια της ζωής κάποιου ατόµου και είναι το αποτέλεσμα νευρολογικών ανωµαλιών που αλλάζουν την κανονική λειτουργία του εγκεφάλου και έχουν συνέπειες στην ανάπτυξη των κοινωνικών συναναστροφών και των επικοινωνιακών ικανοτήτων. Τα παιδιά, αλλά και οι ενήλικες που είναι αυτιστικοί έχουν δυσκολίες στην προφορική και µη-προφορική επικοινωνία και στις δραστηριότητες που αφορούν παιχνίδια.»
Τα βασικά συμπτώματα που συναντούμε στο
Αυτιστικό Φάσμα περιλαμβάνονται στην έννοια που εισήγαγε η Lorna Wing,
μετά από μελέτες, της τριάδας ελλειμμάτων του Αυτισμού: Μειονεκτούσα
Κοινωνική Αλληλεπίδραση, Μειονεκτούσα Κοινωνική Επικοινωνία και
Περιορισμένα, Επαναληπτικά Ενδιαφέροντα & Δραστηριότητες. Έτσι ο αυτισμός
σήμερα γίνεται αντιληπτός ως ένα φάσμα διαταραχών, με κοινή βάση (τα
ελλείμματα στην τριάδα), αλλά με διαφορετική ένταση στις κλινικές
εκδηλώσεις και στη λειτουργικότητα του πάσχοντα.
Προκειμένου κανείς να κατανοήσει
καλύτερα τη συγκεκριμένη διαταραχή δεν αρκεί να εστιάσει μόνο στην
κλινική της εικόνα, αλλά χρειάζεται και να λάβει υπόψη του τα υποκείμενα
γνωσιακά ελλείμματα που την χαρακτηρίζουν και την καθορίζουν. Πρέπει
κατά κάποιο τρόπο να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη «κουλτούρα του
Αυτισμού», το ιδιαίτερο γνωσιακό του στυλ, έτσι ώστε να μπορούμε να
προβλέπουμε και να αντιμετωπίζουμε, κατά το δυνατό, τα συμπτώματα. Χωρίς
αυτό η συμπεριφορά των παιδιών θα παραμένει ακατανόητη και απειλητικά
απρόβλεπτη. Ένα από τα υποκείμενα γνωσιακά ελλείμματα είναι αυτό που
σχετίζεται με τη Θεωρία του Νου.
Θεωρία του Νου
Η «θεωρία του νου» (Theory of Mind)
αναφέρεται, σύμφωνα με την Frith (1996) στη δυνατότητα του ατόμου να
συνάγει συμπεράσματα για τις νοητικές διεργασίες, τόσο τις δικές του όσο
και των άλλων και να χρησιμοποιεί τα συμπεράσματά του, για να
ερμηνεύσει, να κατανοήσει και να προβλέψει τη δική του συμπεριφορά,
καθώς και τη συμπεριφορά των άλλων. Επίσης η ικανότητα ανάγνωσης του νου
αναφέρεται στην ικανότητά μας να αποδίδουμε νοητικές καταστάσεις σε
άλλους, οι οποίες ερμηνεύουν τη συμπεριφορά τους και ταυτόχρονα μας
βοηθούν να προβλέψουμε τη μελλοντική τους συμπεριφορά, αλλά και
γενικότερα μας βοηθούν να κατανοήσουμε την επικοινωνία. Έχοντας
αναπτύξει πλήρως την θεωρία του νου είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε
αστεία/χιούμορ, να αναπτύξουμε ενσυναίσθηση, να αντιληφθούμε έννοιες
όπως προσποίηση, εξαπάτηση, κολακεία κ.α.
Ο Baron-Cohen περιγράφει ως «θεωρία του
νου» το σύνολο των πνευματικών καταστάσεων, όπως επιθυμίες, σκοπούς,
φαντασία, συναισθήματα κ.α., που προκαλούν δράση. Εφόσον κάποιος είναι
ικανός να έχει επίγνωση της ατομικής συναισθηματικής και πνευματικής του
κατάστασης και μπορεί να έχει ενσυναίσθηση, δηλαδή μπορεί να
αντιλαμβάνεται τα δικά του συναισθήματα, κίνητρα και ιδέες, καθώς και
αυτά των άλλων, και κατανοεί ότι είναι υποκειμενικά και άρα διαφορετικά,
αυτό το άτομο έχει αναπτύξει τη θεωρία του νου.
Ερευνητές υποστηρίζουν ότι τα άτομα με
αυτισμό έχουν περιορισμένη ή ελλιπή Θεωρία του Νου, δηλαδή δεν είναι σε
θέση να διεισδύσουν στην πνευματική κατάσταση των άλλων, δεν διαθέτουν
την διαισθαντική ικανότητα να αντιλαμβάνονται ότι οι άλλοι έχουν
αισθήματα και σκέψεις που διαφέρουν από τα δικά τους. Τα άτομα με
αυτισμό δυσκολεύονται να «διαβάσουν το νου» των άλλων ανθρώπων, τους
είναι δύσκολο να καταλάβουν ότι ο άλλος ίσως αισθάνεται, επιθυμεί,
γνωρίζει ή πιστεύει κάτι διαφορετικό απ’ αυτούς. Αυτή η έλλειψη «θεωρίας
του νου» των ανθρώπων με αυτισμό μπορεί να εξηγήσει κάποιες απ’ τις
δυσκολίες τους στην επικοινωνία και κάποιες από τις προφανώς ακατάλληλες
συμπεριφορές τους. Στην καθημερινή ζωή, ακόμα και τα πολύ ικανά
αυτιστικά άτομα βρίσκουν πολύ δύσκολο να συγκρατούν στο μυαλό τους
ταυτόχρονα μια πραγματικότητα και ένα γεγονός το οποίο κάποιος
φαντάζεται.
Συγκεκριμένα ο Baron-Cohen θεωρεί ότι ο αυτισμός
προκαλεί ένα είδος «πνευματικής τύφλωσης» (Mind-blindness) στο παιδί
και κατά συνέπεια το καθιστά ανίκανο να ασχοληθεί με τις ανθρώπινες
αλληλεπιδράσεις. Με τον όρο πνευματική τύφλωση εννοούμε την έλλειψη της
ικανότητας επεξεργασίας τον νοητικών καταστάσεων του εαυτού και του
άλλου. Μπορεί ακόμα να μην μπορούν να προβλέψουν αυτά που οι άλλοι θα
πουν ή θα κάνουν σε διάφορες καταστάσεις και επιπλέον, έχουν δυσκολία να
αντιληφθούν ότι οι άλλοι έχουν διαφορετικά συναισθήματα και σκέψεις από
τις δικές τους με αποτέλεσμα να καθίστανται ιδιαίτερα ευάλωτοι στη
δολιότητα, στην εξαπάτηση ή και την υστεροβουλία των άλλων.
Θεωρία του Νου και Εγκέφαλος
Το συγκεκριμένο σημείο του εγκεφάλου που στις φυσιολογικές περιπτώσεις είναι υπεύθυνο για την ικανότητα για «νοητική ανάγνωση» κοινωνικών καταστάσεων μειονεκτεί στον αυτισμό. Δέν είναι ακόμα ξεκάθαρο ποιά ακριβώς σημεία του εγκεφάλου εμπλέκονται, αλλά οι υποψήφιες περιοχές περιλαμβάνουν το δεξιό κογχικο-μετωπιαίο φλοιό, ο οποίος είναι ενεργός όταν τα υποκείμενα σκέφτονται νοητικές καταστάσεις κατα τη διάρκεια λειτουργικών απεικονιστικών τεχνικών, όπως έχει βρεθεί χρησιμοποιώντας τη μέθοδο SECT και τον αριστερό μεσοπρόσθιο φλοιό, που είναι ενεργός όταν τα υποκείμενα διεξάγουν συμπεράσματα για σκέψεις, ενώ εξετάζονται απο τον τομογράφο εκπομπής ποζιτρονίων. Άλλες υποψήφιες περιοχές περιλαμβάνουν την ανώτερη κροταφική αύλακα και τη αμυγδαλή. Αυτές οι περιοχές μπορεί να σχηματίζουν ένα τμήμα ενός νευρωνικού κυκλώματος που στηρίζει την πορεία της θεωρίας του νου.
Tα αυτιστικά παιδιά, σύμφωνα με την
Frith (1996), είναι συμπεριφοριστές. Δεν περιμένουν από τους ανθρώπους
να είναι ευγενικοί ή σκληροί. Αντιλαμβάνονται την εκδηλώμενη συμπεριφορά
όπως ακριβώς παρουσιάζεται: κυριολεκτικά. Επομένως οι προθέσεις που
αλλάζουν τη σημασία της συμπεριφοράς, για παράδειγμα η κολακεία, η
εξαπάτηση, η ειρωνεία και η πειστικότητα συνιστούν δυσεπίλυτα προβλήματα
ερμηνείας. Το γεγονός ότι πολλές φορές οι άνθρωποι εξαπατούν και
ξεγελούν τους άλλους αποτελεί κίνδυνο για τους αυτιστικούς ανθρώπους και
είναι ένα αίνιγμα χωρίς καμία λογική βάση.
Η σπουδαιότητα αυτής της αναπτυξιακής
κατάκτησης (θεωρία του νου) είναι υψίστης σημασίας για όλες τις ανώτερες
νοητικές λειτουργίες. Ο Alan Leslie, προτείνει έναν μηχανισμό, τον
αποζευκτικό, που εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο οι μεταπαραστάσεις (ή
αλλιώς δευτερεύουσες αναπαραστατικές διαδικασίες) μπορεί να λειτουργούν.
Σύμφωνα με τον Leslie ο μηχανισμός αυτός είναι έμφυτος και ωριμάζει
μόνο κατά το δεύτερο έτος της ζωής του παιδιού. Στο σημείο αυτό αρχίζει
να αναπτύσσεται η ικανότητα της προσποίησης – συμβολοποίησης και
ακολουθεί σταδιακά η ικανότητα της νοητικοποίησης. Το γεγονός αυτό,
μεταξύ άλλων, επιτρέπει τελικά τη διαμόρφωση μίας πλήρους θεωρίας της
νόησης. Το στοιχείο που καθιστά τη θεωρία του Leslie σχετική με τον
αυτισμό είναι ότι μπορούμε να υποθέσουμε ότι και το συμβολικό παιχνίδι
και η νοητικοποίηση μειονεκτούν στα αυτιστικά παιδιά. Τα αυτιστικά
παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν την υποκριτική ικανότητα και δεν
μπορούν να υποκριθούν ότι παίζουν. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα αυτιστικά
παιδιά εκδηλώνουν ελάχιστο ή καθόλου προσποιητό παιχνίδι. Περνούν τον
περισσότερο χρόνο τους παίζοντας με σημείο αναφοράς την πραγματικότητα.
Σπανίως συναντάμε στα αυτιστικά παιδιά πειστικές αναφορές επινοητικού
και ευρηματικού παιχνιδιού, όπως αυτό που παρατηρείται συνήθως στα
φυσιολογικά παιδιά προσχολικής ηλικίας. Η διαφορά μπορεί να παρατηρηθεί
σε ένα τυπικό παιχνίδι φροντίδας, όπως το τάισμα μίας κούκλας με ένα
άδειο κουτάλι. Το κανονικό παιδί περνά μέσα από τις απαραίτητες
διαδικασίες ταΐσματος και συνοδεύει την πράξη με τους απαραίτητους
συνοδευτικούς ήχους. Τα αυτιστικό παιδί αντίθετα στριφογυρίζει ή χτύπα
το κουτάλι κατ’επανάληψη. Γενικότερα τα αυτιστικά παιδιά έλκονται από
στοιχεία της φύσης: το νερό, το φώς, τον αέρα, τη φωτιά, τον ρυθμό.
Εφόσον, λοιπόν, η αντίληψη και κατανόηση
του κόσμου μπορεί να είναι δύσκολη για τους ανθρώπους με αυτισμό, δεν
θα πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη ότι προσπαθούν να αντισταθμίσουν αυτή
τη δυσκολία, διατηρώντας σταθερά και ίδια τα πράγματα γύρω τους και
δείχνοντας προτίμηση στην τάξη και στις ρουτίνες. Η εμμονή τους για
διατήρηση της ομοιότητας, όπως έλεγε και ο Kanner (ο οποίος δημοσίευσε
για πρώτη φορά μελέτες για τον αυτισμό το 1943 και για κάποιο διάστημα ο
αυτισμός προσδιορίζονταν ως «αυτισμός τύπου Kanner»), είναι απλά ένας
αμυντικός μηχανισμός για να αντεπεξέρχονται σε έναν ταχέως μεταβαλλόμενο
κόσμο που δεν κατανοούν.
Περισσότερες Πληροφορίες / Βιβλογραφία:- Wing Lorna (1998), “The Autistic Spectrum, A Guide for Parent and Professionals”, London, Constable
- Frith Uta, (1996), Αυτισμός: “Εξηγώντας το Αίνιγμα”. Β’ εκδοση, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
- Βάρβογλη Λίζα (2005), “Τί συμβαίνει στο παιδί, Νευροεξελικτικές Διαταραχές της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας”, Αθήνα , Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε.
- Βάρβογλη Λίζα (2007), “Η Διάγνωση του Αυτισμού, Πρακτικός οδηγός”, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε.
- Γενά Αγγελική (2002), “Αυτισμός και Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές, Αξιολόγηση – Διάγνωση – Αντιμετώπιση”, Αθήνα, Ζαχαρόπουλος Χ. , Σιταράς Δ. & Σια Α.Ε.Ε.
- Καλύβα Ευφροσύνη (2005), “Αυτισμός: Εκπαιδευτικές και Θεραπευτικές Προσεγγίσεις”, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση ΑΕΒΕ
- Συνοδινού Κλαίρη (1996), “Ο παιδικός Αυτισμός, Θεραπευτική προσέγγιση”, τέταρτη έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε