Νέα έρευνα συνδέει το DNA του πατέρα με τον αυτισμό
Μια νέα έρευνα από επιστήμονες στο πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς στις ΗΠΑ υποστηρίζει, ότι ο αυτισμός μπορεί να «κρύβεται» στο σπέρμα.
Όπως υποστηρίζουν οι ερευνητές, η προέλευση του αυτισμού σε ένα παιδί μπορεί να εντοπιστεί στο σπέρμα του πατέρα του. Η νέα έρευνα διαπίστωσε την ύπαρξη δεσμών ανάμεσα στο DNA που υπάρχει στο σπέρμα και διακριτά πρότυπα δεικτών που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην κατάσταση.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Daily Mail, παρότι ορισμένες μελέτες κατά το παρελθόν έχουν εντοπίσει συγκεκριμένα γονίδια που πιστεύεται ότι προκαλούν την κατάσταση αυτή, οι περισσότερες περιπτώσεις παραμένουν ανεξήγητες.
Ωστόσο, οι επιστήμονες συναινούν στο γεγονός ότι ο αυτισμός συνήθως κληρονομείται.
Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης, οι ερευνητές αναζήτησαν πιθανές αιτίες για την κατάσταση αυτή, όχι στα ίδια τα γονίδια, αλλά στις «επιγενετικές ετικέτες» που βοηθούν στη ρύθμιση της δραστηριότητας των γονιδίων.
«Αναρωτηθήκαμε αν μπορούσαμε να μάθουμε τι συμβαίνει προτού διαγνωστεί ο αυτισμός» δήλωσε ο Andrew Feinberg. «Αν οι επιγενετικές αλλαγές περνούν από τους πατεράδες στα παιδιά, θα πρέπει να μπορούμε να τις εντοπίσουμε στο σπέρμα» συνέχισε από την πλευρά της η καθηγήτρια και μία εκ των επικεφαλής της μελέτης, Daniele Fallin.
Είναι και πιο εύκολο να πάρει κανείς δείγμα από σπέρμα (σε σχέση με τα ωάρια μιας γυναίκας), αλλά και το σπέρμα είναι πιο ευάλωτο σε περιβαλλοντικές επιρροές που θα μπορούσαν να αλλάξουν τις «επιγενετικές ετικέτες» στο DNA του.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις επιγενετικές ετικέτες στο DNA από το σπέρμα 44 πατεράδων. Οι άντρες αυτοί ελάμβαναν μέρος σε μια συνεχιζόμενη μελέτη, για την αξιολόγηση των παραγόντων που επηρεάζουν ένα παιδί από νωρίς, προτού διαγνωστεί με αυτισμό.
Στην έρευνα συμμετέχουν ακόμη και έγκυες μητέρες, οι οποίες έχουν ήδη ένα παιδί με αυτισμό, προκειμένου οι ερευνητές να συλλέξουν πληροφορίες και βιολογικά δείγματα και από αυτές, τους πατεράδες των παιδιών και τα μωρά μετά τη γέννησή τους.
Τα συμπεράσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό International Journal of Epidemiology.