πηγη |
Ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της διαταραχής αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ) είναι η απροθυμία του ατόμου να έχει οπτική επαφή με άλλους -σε φυσικές συνθήκες.
To 2017 μελέτη είχε ενημερώσει ότι η αποφυγή της οπτικής επαφής δεν ερμηνευόταν ως ένδειξη κοινωνικής και προσωπικής αδιαφορίας, όπως είχε προταθεί στο παρελθόν.
Αναφορές από άτομα με ΔΑΦ υποδήλωναν ακριβώς το αντίθετο.
Πολλοί είχαν εξηγήσει ότι το να κοιτάζουν άλλους στα μάτια ήταν άβολο ή αγχωτικό. Μερικοί πρόσθεσαν ότι ένιωθαν να ‘καίγονται’.
Δηλαδή, τα άτομα με ΔΑΦ δεν αποφεύγουν την οπτική και την βλεμματική επαφή λόγω αποστροφής, αλλά επειδή υπάρχει πιο ουσιαστικός λόγος -συν του ότι δεν κατανοούν την κοινωνική σημασία της.
Όλα αυτά έδειχναν την ύπαρξη νευρολογικής αιτίας, με την ομάδα της Βιοϊατρικής Απεικόνισης του Massachusetts General Hospital (επικεφαλής ήταν η Αθηνούλα Μαρτίνος) να καταλήγει στο ότι “η συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι ένας τρόπος για να μειωθεί μια δυσάρεστη υπερβολική διέγερση που προέρχεται από υπερενεργοποίηση σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου”.
Ως ‘κλειδί’ θεωρήθηκε το υποφλοιώδες σύστημα του εγκεφάλου ενεργοποιείται από την οπτική επαφή και είναι υπεύθυνο για τον φυσικό προσανατολισμό προς τα πρόσωπα που βλέπουν τα νεογέννητα. Αργότερα, είναι σημαντικό για την αντίληψη των συναισθημάτων.
Το εμπόδιο που ξεπέρασε το Yale
Παρ’ όλα αυτά, οι επιστήμονες εξακολουθούσαν να μην μπορούν να κατανοήσουν το λόγο που τα άτομα με ΔΑΦ αποφεύγουν την οπτική επαφή, σε νευρολογική βάση. Βλέπετε, δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν απεικονίσεις εγκεφάλων δυο ανθρώπων, ταυτόχρονα.
Επιστήμονες του Yale χρησιμοποίησαν μια πρωτοποριακή τεχνολογία που έκανε το αδύνατο δυνατό και έδωσε απεικονίσεις δυο ατόμων, κατά τη διάρκεια ‘ζωντανών’ και φυσικών συνθηκών. Έτσι εντόπισαν συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την κοινωνική συμπτωματολογία του αυτισμού.
Η ανακάλυψη των νευρικών αποκρίσεων σε ‘ζωντανή’ επαφή με το πρόσωπο και τα μάτια, μπορεί να παρέχει έναν βιοδείκτη για τη διάγνωση της ΔΑΦ και να τεστάρει την αποτελεσματικότητα των θεραπειών του αυτισμού.
Στη δημοσίευση της μελέτης που έγινε στις 9 Νοεμβρίου οι συγγραφείς σημείωσαν πως “ο εγκέφαλός μας είναι ‘πεινασμένος’ για πληροφορίες που αφορούν άλλους ανθρώπους. Πρέπει έτσι, να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν αυτοί οι κοινωνικοί μηχανισμοί, στο πλαίσιο ενός πραγματικού και διαδραστικού κόσμου, σε τυπικά ανεπτυγμένα άτομα, και σε άτομα με ΔΑΦ".
Οι ερευνητές ανέλυσαν την εγκεφαλική δραστηριότητα, κατά τη διάρκεια σύντομων κοινωνικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ ζευγαριών ενηλίκων (το ένα μέλος ήταν τυπικά αναπτυγμένο άτομο και το άλλο είχε διαγνωστεί με ΔΑΦ), χρησιμοποιώντας λειτουργική φασματοσκοπία υπερύθρου (βλ. μη επεμβατική μέθοδο οπτικής νευροαπεικόνισης).
Και στους δύο συμμετέχοντες τοποθετήθηκαν ‘καπέλα’ με πολλούς αισθητήρες, οι οποίοι εξέπεμπαν φως ανάλογα με τη λειτουργία του εγκεφάλου. Κατέγραψαν έτσι, και τις αλλαγές στα φωτεινά σήματα των πληροφοριών, που ήταν σχετικές με την εγκεφαλική δραστηριότητα κατά την οπτική επαφή και κατά την βλεμματική επαφή.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι κατά τη διάρκεια της οπτικής επαφής, οι συμμετέχοντες με ΔΑΦ είχαν σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα σε μια περιοχή του εγκεφάλου (ονομάζεται ραχιαίος βρεγματικός φλοιός), σε σύγκριση με εκείνους χωρίς ΔΑΦ.
Επιπλέον, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ΔΑΦ, όπως αυτές μετρήθηκαν με τις βαθμολογίες του ADOS (Autism Diagnostic Observation Schedule, 2nd Edition), συσχετίστηκαν με τη δραστηριότητα σε αυτήν την περιοχή του εγκεφάλου.
Η νευρική δραστηριότητα σε αυτές τις περιοχές ήταν συγχρονισμένη μεταξύ των τυπικών συμμετεχόντων, κατά τη διάρκεια της πραγματικής επαφής οφθαλμών, αλλά όχι κατά τη διάρκεια οπτικής επαφής με ένα πρόσωπο που εμφανιζόταν σε βίντεο.
Αυτή η αναμενόμενη αύξηση στη νευρική σύζευξη δεν παρατηρήθηκε στα άτομα με ΔΑΦ και είναι σύμφωνη με τις διαφορές στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.