πηγη |
Ο όρος διαζύγιο είναι νομικός όρος και σημαίνει τη λύση του γάμου με δικαστική απόφαση. Συνέπεια αυτής της απόφασης είναι η παύση της οικογενειακής συμβίωσης και ο σχηματισμός μιας νέας οικογένειας που περιλαμβάνει συνήθως τη μητέρα και τα παιδιά ενώ ο πατέρας αποχωρεί. Το διαζύγιο αποτελεί επίσης το κλείσιμο μιας πορείας ταραγμένων συζυγικών σχέσεων, το τέλος εντάσεων, καβγάδων και πολλαπλών κρίσεων μέσα στην οικογένεια.
Το διαζύγιο σηματοδοτεί μια μεγάλη απώλεια στη ζωή του παιδιού, που περιλαμβάνει την πατρική αποστέρηση αλλά και την ξαφνική αλλαγή της οικογενειακής ζωής. Τα παιδιά είναι εκτεθειμένα σε τραυματικούς στρεσογόνους παράγοντες και η αντίδραση τους ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία και τον χαρακτήρα τους.
Oι γονείς φθάνουν στην απόφαση του διαζυγίου μετά από μια επώδυνη πορεία. Ο καθένας αντιδράει στις υπάρχουσες συζυγικές δυσκολίες ανάλογα με τον χαρακτήρα του, τις εμπειρίες του και τα βιώματα των παιδικών του χρόνων. Οι συνθήκες δεν είναι εύκολες για κανένα και κανείς δεν βγαίνει ικανοποιημένος από ένα διαζύγιο. Το διαζύγιο σημαίνει αποτυχία και για τους δύο συζύγους και για τον κοινό σκοπό με τον οποίο ξεκίνησαν, την δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας.
Ως ομάδα συγκροτημένη, η οικογένεια έχει τη δική της δυναμική, που προσδιορίζεται από έντονες συναισθηματικές σχέσεις και δεσμούς ανάμεσα στα μέλη της. Αποτελεί ένα κλειστό σύστημα και το βαθύ συναισθηματικό δέσιμο των μελών της, την κάνει να αντιστέκεται στις αλλαγές. Είναι ιδιαίτερα δύσκολες και δραματικές οι ανακατατάξεις των δυναμικών, των ρόλων, των στάσεων και των συναισθημάτων όταν λόγω του διαζυγίου επέλθει μια μεταβολή στη συγκρότησή της.
Όταν οι γονείς φθάνουν σ’ αυτή την απόφαση πρέπει να σκεφτούν το αντίκτυπο που θα έχει στα παιδιά και πως προτίθενται να το αντιμετωπίσουν. Το διαζύγιο είναι μια από τις χειρότερες εμπειρίες στη ζωή ενός παιδιού και το αν θα προκαλέσει ψυχολογικά προβλήματα ή όχι εξαρτάται αφ’ ενός από την προσωπικότητα του παιδιού και αφ’ ετέρου από τον χειρισμό των γονέων.
Φυσιολογικές αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο
Το διαζύγιο και η διάλυση της οικογένειας του είναι μια από τις χειρότερες εμπειρίες στη ζωή του παιδιού. Το παιδί για αρκετό καιρό ζει σ’ένα διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον και έχει να αντιμετωπίσει τις έντονες διαμάχες που πολλές φορές συνοδεύονται από βίαια ξεσπάσματα του ενός ή του άλλου γονιού. Οι γονείς σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση είναι ελάχιστα διαθέσιμοι για να ακούσουν και να καλύψουν τις δικές του ανάγκες. Η αποχώρηση του ενός γονέα σημαίνει τροποποίηση της οικογενειακής ζωής και των συνηθειών της. Συχνά υπάρχει αλλαγή κατοικίας που σημαίνει ρήξη των δεσμών του παιδιού με το κοινωνικό περιβάλλον της γειτονιάς και κυρίως αλλαγή σχολείου. Οικονομικά προβλήματα που προηγουμένως δεν υπήρχαν μπορεί να δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο αυτή τη μετάβαση. Η στάση του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος απέναντι στα παιδιά των χωρισμένων γονιών ποικίλλει από υπερπροστασία μέχρι απόρριψη. Γενικότερα το παιδί πρέπει να βρει νέες ισορροπίες και να ενσωματώσει μια νέα κοινωνική ταυτότητα.
Επιστρατεύει σ’αυτή τη διαδικασία όλες τις δυνάμεις του και ορισμένες από τις αντιδράσεις του αν και φαίνονται ανησυχητικές είναι στην πραγματικότητα αμυντικές διεργασίες με σκοπό τη προσαρμογή στη νέα κατάσταση. Μπορεί π.χ. να αντιδράσει με επιθετικότητα που δεν είναι κατανοητή από το περιβάλλον σ’αυτή τη διεργασία αποδόμησης των σταθερών παραμέτρων της ζωής του που
Ορισμένα παιδιά κατασκευάζουν ένα προστατευτικό κέλυφος και δείχνουν σχετικά αδιάφορα στην οικογενειακή κατάσταση. Αναπτύσσουν τις ικανότητες τους και επενδύουν σε εξω-οικογενεικές δραστηριότητες (σχολείο, σπορ). Φαίνονται να διαθέτουν εξαιρετική ωριμότητα και κάνουν εύλογη κριτική στη στάση και τη συμπεριφορά των γονιών τους.
Άλλα παιδιά λιγότερο δραστήρια και περισσότερο εσωστρεφή, έχουν την τάση να αποτραβιούνται από την πραγματικότητα. Βυθίζονται στην ονειροπόληση και στην φαντασίωση της επανένωσης των γονιών τους. Δεν παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς και επειδή δεν ενοχλούν εγκαταλείπονται συναισθηματικά απο τους ενηλίκους που είναι απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα.
Ψυχολογικά προβλήματα των παιδιών του διαζυγίου
Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές οι αντιδραστικές συμπεριφορές ξεπερνούν τα όρια του φυσιολογικού και εκλύουν συμπτωματολογία που παραπέμπει σε παθολογικές κλινικές εικόνες. Δεν υπάρχει όμως χαρακτηριστική κλινική εικόνα ειδική του διαζυγίου. Διαφορετικές διαταραχές μπορεί να παρατηρηθούν ανάλογα με την προσωπικότητα του παιδιού, το φύλο και την εξελικτική φάση (ηλικία) στην οποία βρίσκεται κατά το χρόνο που επισυμβαίνει το διαζύγιο. Τα προβλήματα των παιδιών δεν προκαλούνται μόνο κατ’ευθείαν από το διαζύγιο. Σημαντικοί παράγοντες που επίσης παίζουν ρόλο είναι η σφοδρότητα της σύγκρουσης των γονέων, η γονική ψυχοπαθολογία, η μείωση του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου, η αλλαγή του τρόπου ζωή και ανατροφής των παιδιών και τα χαμηλά επίπεδα κοινωνικής υποστήριξης.
Η συσχέτιση των ψυχολογικών επιπτώσεων ανάλογα με την ηλικία των παιδιών έδωσε ενδιαφέρουσες κλινικές παρατηρήσεις :
Στην προσχολική ηλικία, σε παιδιά, 2,5 ως 5 ετών, παρατηρήθηκαν ανασφάλεια, άγχος αποχωρισμού, φόβος ότι θα πάθουν κακό, φόβος θανάτου των γονέων, ανάγκη συντροφιάς και φροντίδας από άλλους.
Τα μικρά παιδιά μπορεί επίσης να παλινδρομήσουν και να παρουσιάσουν απώλεια ελέγχου σφικτήρων, τραυλισμό, διαταραχές του ύπνου (νυκτερινοί τρόμοι , εφιάλτες) και της διατροφής ή γενικότερα να υιοθετήσουν προηγούμενες συμπεριφορές. Εκδηλώνουν επιθυμία να κοιμούνται με τον γονέα που μένει σπίτι και δυσκολεύονται για οποιονδήποτε λόγο να τον αποχωριστούν. Παρατηρείται επίσης πτώση στις δραστηριότητες και αύξηση της επιθετικής συμπεριφοράς.
Οι διαταραχές είναι πιο σημαντικές όταν δεν έχει δοθεί εξήγηση για την απουσία του πατέρα ή όταν η μητέρα παρουσιάζει κατάθλιψη μετά το διαζύγιο
Στην σχολική ηλικία, η επίδραση της τραυματικής εμπειρίας του διαζυγίου φαίνεται κατ’ αρχή στη σχολική επίδοση. Παιδιά τα οποία ήταν καλοί μαθητές παύουν να ενδιαφέρονται για τα μαθήματα του σχολείου ή παρουσιάζουν δυσκολία να συγκεντρωθούν και να διαβάσουν. Η συμπεριφορά τους παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις, μπορεί να είναι υπερβολικά υπάκουα ή έντονα προκλητικά. Εκδηλώνουν κρίσεις θυμού, λένε ψέματα ή καταστρέφουν αντικείμενα. Παρατηρείται έντονο άγχος με προβλήματα αποχωρισμού από οικεία πρόσωπα και αστάθεια του συναισθήματος. Τα προβλήματα εκδηλώνονται εντονότερα όταν το διαζύγιο συνοδεύεται από βία ή όταν υπάρχει αδιαφορία για το παιδί εκ μέρους του πατέρα.
Στην εφηβεία το διαζύγιο διαταράσσει και βάζει εμπόδια στην ομαλή εξέλιξη των διεργασιών αυτής της ευαίσθητης αναπτυξιακής περιόδου. Η συχνότερη, συνειδητή αντίδραση των εφήβων είναι να αποσυρθούν και αποστασιοποιηθούν. Για τον έφηβο είναι πολύ δύσκολο να πάρει θέση και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της αναθεώρησης των δεσμών του με τους γονείς του. Συνήθως διαπιστώνεται απαξίωση των οικογενειακών αξιών και υποτίμηση των γονέων. Οι γονεϊκές εικόνες χάνουν έτσι την οργανωτική τους δύναμη για την προσωπικότητα του εφήβου
Για μερικούς εφήβους, το διαζύγιο μπορεί να σημαίνει ότι πρέπει να ανασκευάσουν τις μνήμες που έχουν από την περασμένη οικογενειακή τους ζωή και να πενθήσουν αυτό που νόμιζαν ότι αποτελούσε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Συχνές είναι οι καταθλιπτικές αντιδράσεις και η χαμηλή αυτό-εκτίμηση με τα κορίτσια να παρουσιάζουν περισσότερα καταθλιπτικά συμπτώματα στην εφηβεία και στην αρχή της ενήλικης ζωής.
Στην έρευνα των Kelly και Wallenstein, μελετήθηκαν με ψυχαναλυτική προσέγγιση οι αντιδράσεις των παιδιών ηλικίας 7-8 ετών που είχαν ζήσει των διαζύγιο των γονιών τους. Περισσότερα από τα μισά παιδιά εξέφρασαν τη λύπη τους άμεσα ενώ για ορισμένα η κατάθλιψη καταλάμβανε όλη τη ψυχική τους λειτουργία και ο κόσμος τους φαινόταν να είναι γεμάτος από σύμβολα καταστροφής, κενού και απώλειας . Ορισμένα παιδιά προσπάθησαν να αρνηθούν την οδύνη τους λεκτικά, αλλά μέσα από το παιχνίδι και το σχέδιο, αναδύθηκαν πολύπλοκοι μηχανισμοί άμυνας. Λίγα παιδιά φάνηκε να αντιδρούν ενοχικά ότι δηλ. αυτά είχαν προκαλέσει το διαζύγιο ή ότι ήταν ολοκληρωτικά υπεύθυνα για τον χωρισμό των γονιών τους. Αντίθετα στη σχέση με τον πατέρα που έφυγε, παρατηρήθηκε έντονο συναίσθημα απώλειας και εγκατάλειψης. Μερικά μικρότερα παιδιά, κυρίως αγόρια, επιθυμούσαν η μητέρα τους να ξαναπαντρευτεί, εκδηλώνοντας μ’αυτό το τρόπο την έντονη την ανάγκη για την παρουσία πατέρα Απέναντι στη μητέρα παρατηρήθηκε θυμός ειδικά όταν την θεωρούσαν υπεύθυνη για την αποχώρηση του πατέρα από το σπίτι. Συχνά, ο θυμός αυτός μέσα από το μηχανισμό της μετάθεσης, εμφανιζόταν ενάντια σε αδέλφια, φίλους ή δασκάλους .
Κλασικές και νεότερες απόψεις για τη θέση του παιδιού στο διαζύγιο
Η κλασική άποψη θεωρεί τα παιδιά θύματα του διαζυγίου και μελετάει τα ψυχολογικά τους προβλήματα κάτω από την ιδιαίτερη αυτή συνθήκη. Ο χωρισμός των γονέων είναι η αιτία των διαφόρων διαταραχών, με σημαντικότερους παράγοντες την η απουσία του πατέρα και την αλλαγή του οικογενειακού πλαισίου.
Ωστόσο, οι πρώτες έρευνες σχετικά με τη σύγκρουση βασίστηκαν σε μια γραμμική λογική που επέτρεψε να προσδιοριστούν οι αιτιώδεις παράγοντες (ένταση, περιεχόμενο, συχνότητα της σύγκρουσης) των ψυχολογικών προβλημάτωνν του παιδιού. Η ύπαρξη της σύγκρουσης όμως δεν αρκούσε για να διευκρινίσει τις διαφορές της προσαρμογής που παρατηρούνται μεταξύ των παιδιών μέσα στην ίδια οικογένεια.
Οι ερευνητές άρχισαν να ενδιαφέρονται για την πολυπλοκότητα της αλληλεπιδραστικής λειτουργίας μέσα στην οικογένεια και των διαπροσωπικών δυναμικών. Παρατήρησαν ότι η συνέχιση της συζυγικής σύγκρουσης, ακόμη και μετά το χωρισμό μπορεί να διαταράξει τη διαδικασία για την οργάνωση και τον καθορισμό των ρόλων και να εμπλέξει τον ανήλικο σε δυσλειτουργικές δυναμικές.
Έτσι στις πρόσφατες μελέτες η προσοχή μετακινήθηκε από τον χωρισμό στη συζυγική σύγκρουση γιατί φάνηκε ότι η σύγκρουση, η βία και οι καβγάδες είναι περισσότερο επιβλαβείς για το παιδί. Συζητείται επίσης η άποψη ότι τα παιδιά αντιμετωπίζουν λιγότερα προβλήματα σε χωρισμένη οικογένεια αλλά με ήρεμη σχέση των πρώην συζύγων παρά σε οικογένεια με έντονες συγκρούσεις.
Mια έντονη σύγκρουση μεταξύ των γονέων έχει πιο καταστροφικές συνέπειες για το παιδί σε περίπτωση που είναι το ίδιο το αντικείμενο της διαφοράς. Φαίνεται πράγματι ότι τα ψυχολογικά προβλήματα εκδηλώνονται κυρίως όταν το παιδί βρίσκεται στο μέσον της σύγκρουσης, όταν είναι μάρτυρας σε σκηνές εχθρότητας μεταξύ δυο ανθρώπων που αγαπάει και πρέπει να αποφασίσει ποιος από τους δυο έχει δίκιο. Η ψυχική ένταση του παιδιού είναι πολύ μεγάλη όταν αποτελεί μέρος της διαμάχης των δυο εμπόλεμων γονέων και σημείο αναφοράς για τις κατηγορίες που οι γονείς εκτοξεύουν ο ένας εναντίον του άλλου για αδιαφορία, εγκατάλειψη, ανεπάρκεια ή μεροληπτική στάση. Συχνά επίσης το παιδί χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση οικονομικών διαφορών μεταξύ των δυο γονέων.
Οι νεότερες απόψεις θεωρούν ότι το παιδί δεν είναι παθητικός αποδέκτης των γεγονότων που διαδραματίζονται στην οικογένεια του αλλά συμμετέχει ενεργά. Με τη στάση του μπορεί να ενδυναμώσει ή να ελαττώσει τη δυναμική της σύγκρουσης.
Τα μεγαλύτερα παιδιά επιστρατεύουν γνωσιακές στρατηγικές με τις οποίες επεξεργάζονται τη γονεϊκή σύγκρουση. Μια «πρωταρχική επεξεργασία» τους επιτρέπει να έχουν πληροφορίες για το επίπεδο σοβαρότητας της σύγκρουσης και μια «δευτερογενής επεξεργασία» τους δίνει πληροφορίες για το πώς να την αντιμετωπίσουν.
Οι απαντήσεις των παιδιών στη σύγκρουση διαφοροποιούνται απέναντι σε κάθε γονέα και συνδέονται με την συναισθηματική εμπιστοσύνη δηλ. την συναισθηματική ποιότητα της σχέσης με τους παρέχοντες φροντίδα. Συμμετέχει επίσης στη σχέση των γονιών του με άλλους συντρόφους. Εκδηλώνει ζήλεια, εκδίκηση, κρύβει γεγονότα, εκβιάζει για να αποκτήσει δευτερογενή οφέλη
Συχνά οι γονείς κάνουν προσπάθειες για να κερδίσουν συναισθηματικά τα παιδιά να τα πάρουν με το μέρος τους. Δημιουργείται έτσι μια ένωση δύο προσώπων σε βάρος ενός τρίτου και εγκαθίσταται η συμμαχία του γονέα που συνήθως έχει την επιμέλεια με το παιδί ενάντια στον άλλο γονέα.
H συμμαχία του παιδιού με έναν από τους δύο γονείς, συμβάλλει στη διατήρηση της σύγκρουσης μεταξύ τους. Εμποδίζει το ζευγάρι να αντιμετωπίσει τους πραγματικούς λόγους τις διαφωνίας του και επικεντρώνεται στη διεκδίκηση του παιδιού. Για να μην χάσει το ρόλο του σημαντικού τρίτου και να νιώσει παραγκωνισμένο, το παιδί χρησιμοποιεί την συμμαχία για να παραμείνει στο επίκεντρο της προσοχής των γονιών του.
Συχνό αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η «γονεοποίηση» του παιδιού.
Του δίνονται αρμοδιότητες ενήλικα, του ζητούνται να λάβει σημαντικές αποφάσεις και να ρυθμίσει καταστάσεις που αφορούν την όλη οικογένεια. Δημιουργείται έτσι μια αντιστροφή των ρόλων και των γενεών όπου το παιδί αιχμαλωτίζεται κάτω από το βάρος των συναισθηματικών εκβιασμών και των απαιτήσεων των γονέων.
Η «γονεοποίηση» θέτει το παιδί σε μια διπλή κατάσταση δέσμευσης. Του ζητείται να είναι ένα καλό και υπάκουο παιδί και ταυτόχρονα να συμπεριφέρεται σύμφωνα με το γονεϊκό ρόλο και τις λειτουργίες που του έχουν ανατεθεί. Αυτή η κατάσταση είναι εξαιρετικά παθογόνος γιατί διαιωνίζει την ανισορροπία των σχέσεων, επιβάλλει υψηλό κόστος για κάθε μέλος της οικογένειας και αντιτίθεται σε κάθε απόπειρα διαφοροποίησης και χειραφέτησης του παιδιού.
Άλλα παιδιά αναλαμβάνουν ένα προστατευτικό ρόλο και την υποστήριξη του γονέα που έμεινε μόνος και φροντίζουν τα αδέλφια τους και το νοικοκυριό σε βάρος της δικής τους διεργασίας αποχωρισμού και εξατομίκευσης. Προσπαθούν να αναλάβουν το ρόλο του συνεργάτη, συντρόφου του γονέα και να αντικαταστήσουν εκείνον που έχει φύγει.
Πολλά παιδιά παίρνουν την ευθύνη να συμφιλιώσουν τους γονείς τους και μερικές φορές υποφέρουν και θυσιάζονται γι’αυτή την αιτία.
Η στάση των γονέων
Μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους που καθορίζει τις επιπτώσεις της διάλυσης της οικογένειας στα παιδία είναι η στάση των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο.
Οι γονείς έχουν την υποχρέωση να προστατεύσουν το παιδί και να το απομακρύνουν από τις συγκρούσεις και τις βίαιες καταστάσεις που πιθανόν υπάρχουν στην οικογένεια.
Η Συμβουλευτική γονέων αποτελεί μια προληπτική παρέμβαση που έχει στόχο να περιορίσει στο μέτρο του δυνατού τις συνέπειες του διαζυγίου στο παιδί.
Το πρώτο ερώτημα που συνήθως τίθεται αφορά την ανακοίνωση του διαζυγίου. Οι εξηγήσεις που θα δοθούν στο παιδί θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο κοντά στην αλήθεια. Καλό είναι να τονισθεί ότι πρόκειται για μια κοινή απόφαση που αφορά μόνο τους γονείς. Τα παιδία ιδίως μικρότερης ηλικίας, έχουν την τάση να ερμηνεύουν τα πάντα με επίκεντρο τον εαυτό τους. Έτσι συχνά βιώνουν το διαζύγιο σαν εγκατάλειψη, απόρριψη ή ενοχοποιούνται ότι είναι κακά παιδιά και γι’ αυτό ο γονέας που έφυγε δεν τα αγαπά. Τα μεγαλύτερα παιδία μπορούν να καταλάβουν τις δυσμενείς συνέπειες που έχει για τους ενήλικες ένας αποτυχημένος γάμος και να αντιληφθούν τους πραγματικούς λόγους του διαζυγίου χωρίς να πιστεύουν ότι ο χωρισμός γίνεται εξ αιτίας τους.
Ο χωρισμένος γονιός πρέπει να μην ξεχνά ότι η εκδήλωση οποιασδήποτε μορφής εχθρότητας και η εκτόξευση κατηγοριών προς τον πρώην σύζυγο τρομάζουν και στεναχωρούν το παιδί.
Σημαντικό είναι η επαφή με τον γονέα που φεύγει να συνεχίσει να είναι συχνή. Η επαφή αυτή πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τη ζήλια και τον ανταγωνισμό που μαστίζουν τις σχέσεις των γονέων μετά το διαζύγιο με σκοπό τη μονοπώληση της αγάπης και της αφοσίωσης του παιδιού. Οι επισκέψεις πρέπει να είναι σαφείς, καθορισμένες και συνεπείς όσον αφορά την ημέρα και την ώρα. Το παιδί που περιμένει τον γονέα ο οποίος δεν έρχεται βλέπει τους φόβους της εγκατάλειψης να επιβεβαιώνονται και βυθίζεται σε πραγματική απελπισία.
Η μόνιμη κατοικία του παιδιού θα πρέπει να είναι στο σπίτι του ενός γονέα. Το να μοιράζει εξίσου το χρόνο του σε δυο σπίτια το αποστερεί από κάθε έννοια μόνιμου δικού του χώρου και το κρατάει σε μια διαρκή σύγχυση. Μπορεί όμως να περνάει τα Σαββατοκύριακα ή τις σχολικές διακοπές στο σπίτι του άλλου γονέα, όπου καλό θα είναι να έχει και εκεί ένα δικό του δωμάτιο με τα αγαπημένα του παιχνίδια. Αν υπάρχουν αδέλφια δεν θα πρέπει να χωρίζονται τις μέρες των επισκέψεων. Τη στιγμή του διαζυγίου τα άλλα μέλη της οικογένειας γίνονται ακόμη πιο σημαντικά. Οι σχέσεις των αδελφών ισχυροποιούνται και τα αδέλφια προστατεύονται μεταξύ τους από τυχόν αυθαιρεσίες των γονέων και από το άγχος του αποχωρισμού.
Τα ζητήματα πειθαρχίας είναι ένα άλλο θέμα που δεν πρέπει να παραβλεφθεί για τα παιδιά του διαζυγίου. Ο γονέας με τον οποίο μένουν μαζί έχει συνήθως την τάση υπερπροστασίας και χαλάρωσης των κανόνων πειθαρχίας για να απαλύνει τον πόνο και το stress του παιδιού. Οι διαζευγμένες μητέρες ανησυχούν ιδιαίτερα μήπως δεν μπορέσουν να επιβάλλουν την πειθαρχία σ’ ένα αγόρι, λόγω της έλλειψης του αντρικού προτύπου.
Οι γονείς καλύπτοντας τις δικές τους προσωπικές ανάγκες πολλές φορές ικανοποιούν αυτές τις επιθυμίες. Στερούν όμως από το παιδί τη δυνατότητα να αναπτύξει την ανεξαρτησία του και να καλλιεργήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Οι στενές σχέσεις με τον γονέα του αντίθετου φύλου χωρίς την εξισορροπητική συμβολή του τρίτου προσώπου αντενδείκνυνται κυρίως στην εφηβεία.
Τα περισσότερα παιδιά έχουν ανάγκη από σταθερά όρια και κανόνες πειθαρχίας. Σε μια φάση της ζωής τους που νοιώθουν ότι τα πάντα αλλάζουν γύρω τους, η πειθαρχία αποτελεί μια ασφαλή βάση για να μπορέσουν να κυριαρχήσουν στο άγχος τους και να συνεχίσουν να τα καταφέρνουν στις σχολικές τους επιδόσεις και την κοινωνική τους ζωή. Το ιδανικό θα είναι οι ίδιοι κανόνες και οι ίδιες συνήθειες να κρατιούνται στα σπίτια και των δυο γονέων.
Τα προβλήματα του παιδιού ίσως ενταθούν όταν ο γονέας ξαναπαντρευτεί. Το νέο πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί εισβολέας και το παιδί να βιώσει μια νέα εγκατάλειψη. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια και υπομονή εκ μέρους του γονέα για να κάνει αποδεκτή τη νέα κατάσταση χωρίς να νοιώσει το παιδί ότι περνάει σε δεύτερη μοίρα. Πρέπει επίσης να διαφυλαχθεί η θέση του άλλου φυσικού γονέα, ο οποίος θα είναι πάντα μια παρουσία στη ζωή της μικτής οικογένειας. Σε όσο καλύτερο επίπεδο διατηρηθεί η σχέση των δυο πρώην συζύγων, τόσο λιγότερο είναι το stress και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το παιδί.
Τέλος ένας σημαντικός παράγων για τη ψυχική ισορροπία του παιδιού και τη φυσιολογική του εξέλιξη είναι η αίσθηση συνέχειας στη ζωή του παιδιού.
Οι δύο γονείς παρ’όλο που δεν συνεχίζουν τη ζωή τους σαν ζευγάρι, συνυπάρχουν από κοινού και παίρνουν αποφάσεις για θέματα που αφορούν το παιδί.