Ο νεαρός με τους μαζεμένους τρόπους τραβάει τα χαλινάρια της Λόνα, της λευκής φοράδας που φροντίζει, στην πεδιάδα της Κορυτσάς. Εξω από τον στάβλο που χρησιμοποιούσε κάποτε και για σπίτι, έχει γράψει με μπογιά το παρατσούκλι του: «PAPI» – έτσι τον αποκαλούν για το κουταβίσιο βλέμμα του. Στο δεξί του χέρι όμως διαβάζεις σε τατουάζ το πραγματικό του όνομα: Αλμπάν. Είναι 23 ετών, με κοψιά αναβάτη ιπποδρομιών, αλλά παλάμες σκληρές σαν κι αυτές ενός εργάτη.
«Εχω περάσει όχι καλά», λέει σε σπαστά ελληνικά. «Οχι όπως περνάει αυτός που έχει οικογένεια».
Ηταν έξι ετών και ολοκλήρωνε την Α΄ Δημοτικού στην Αλβανία όταν κάποιος χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του στην Κορυτσά. Ζήτησε να πάρει τον μικρό, να τον φέρει στην Ελλάδα για να επαιτεί στα φανάρια και να στέλνει μέρος των κερδών στους γονείς του. Ο πατέρας του έδωσε τη συγκατάθεσή του. Ζητιάνευε σε πλατείες, δρόμους και αστικά λεωφορεία της Θεσσαλονίκης και αργότερα της Αθήνας. Θυμάται τον διακινητή που τον κρατούσε να χτυπάει με ένα τηλέφωνο στο κεφάλι κάποιο άλλο αγόρι επειδή είχε επιστρέψει με πενιχρές εισπράξεις. Πότε μόνος, πότε μαζί με άλλα παιδιά, ο Αλμπάν τραγουδούσε στους δρόμους ή πουλούσε χαρτομάντιλα.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 τα παιδιά των φαναριών, Ρομά και αλβανικής καταγωγής τα περισσότερα, υπολογίζονταν σε 3.000 μόνο στην Αθήνα. Κάποιες εκατοντάδες από αυτά -τα πιο τυχερά θα υπέθετε κανείς- εντάχθηκαν σε πρόγραμμα προστασίας ανηλίκων των υπουργείων Δημόσιας Τάξης και Υγείας και Πρόνοιας. Στόχος ήταν η βραχύβια παραμονή των παιδιών σε δομές φιλοξενίας, η εξακρίβωση των στοιχείων τους και η συνένωση με τις οικογένειές τους.
Ο Αλμπάν Σεριάνι οδηγήθηκε στο ίδρυμα «Αγία Βαρβάρα», στη λεωφόρο Συγγρού, τη μόνη δομή που λειτουργούσε ως πρώτος σταθμός του προγράμματος.
«Μου είπαν ότι εκεί θα έχει παιχνίδια», θυμάται. Στις αρχές του 2000 όμως, ύστερα από μικρή παραμονή στον πρώτο όροφο του ιδρύματος, εξαφανίστηκε.
Δεν ήταν ο μόνος. Περισσότερα από 400 παιδιά των φαναριών εξαφανίστηκαν από το ίδρυμα «Αγία Βαρβάρα» την περίοδο 1998-2002. Κανείς δεν γνώριζε τι απέγιναν. Εάν απήχθησαν από τους διακινητές τους ή επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ερευνα της «Κ», που ξεκίνησε στην Αθήνα, συνεχίστηκε στο Πόγραδετς και στην Κορυτσά της Αλβανίας και κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, εντόπισε τρία από αυτά τα παιδιά και κατέγραψε τη ζωή των χαμένων παιδιών των φαναριών μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας.
Μυστήριο ο αριθμός των αγνοούμενων ανήλικων επαιτών
Ηταν 10 Δεκεμβρίου του 1998 όταν τέθηκε σε εφαρμογή το πρόγραμμα προστασίας των ανήλικων επαιτών. Η Αστυνομία έπιανε τα παιδιά και τα οδηγούσε στο ίδρυμα «Αγία Βαρβάρα» που μέχρι τότε λειτουργούσε ως ξενώνας κοριτσιών στην εφηβεία. «Δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος να τα μαζέψουμε μέσω της Αστυνομίας. Αλλά δεν γινόταν να στείλουμε ψυχολόγους στις πιάτσες που ζητιάνευαν. Δεν θα ήταν τόσο άμεσο», είπε σε τηλεφωνική μας επικοινωνία ο εμπνευστής του προγράμματος και τότε υφυπουργός Πρόνοιας, Θεόδωρος Κοτσώνης.
Την πρώτη ημέρα εφαρμογής του προγράμματος, σύμφωνα με αρχεία που είναι στη διάθεση της «Κ», οδηγήθηκαν στο ίδρυμα 34 παιδιά. Ενα βουλγαρικής, τέσσερα ιρακινής και τα υπόλοιπα αλβανικής καταγωγής. Από αυτά, τα 17 διέφυγαν.
Το 2004, δύο χρόνια μετά τον τερματισμό του προγράμματος, πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη ανέφερε ότι τα αγνοούμενα παιδιά ήταν 502 και εντόπισε τις αιτίες του προβλήματος στην υποστελέχωση του ιδρύματος και την πλημμελή φύλαξη των ανηλίκων. Το θέμα των ευθυνών και του τι απέγιναν τα παιδιά επανέφερε στην επικαιρότητα τον Αύγουστο του 2013 με ερώτησή της στη Βουλή η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, Μαρία Γιαννακάκη. Υστερα από παρέμβαση του υπουργού Δικαιοσύνης Χαράλαμπου Αθανασίου, άνοιξε και πάλι ο φάκελος. Για την υπόθεση είχε ασκηθεί παλαιότερα και ποινική δίωξη για αρπαγή ανηλίκων κατά συρροήν, αλλά η δικογραφία είχε τεθεί στο αρχείο αγνώστων δραστών. Η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Παναγιώτα Φάκου ανέσυρε τη δικογραφία από το αρχείο και παρήγγειλε τη διενέργεια συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης.
Τι λένε οι εγγραφές
Τα στοιχεία του βιβλίου εισόδου - εξόδου του ιδρύματος «Αγία Βαρβάρα» που έχει στη διάθεσή της η «Κ» δείχνουν ότι έγιναν 663 εγγραφές παιδιών την περίοδο 1998-2002 και από αυτά εμφανίζονται να διέφυγαν 488. Αλλα 43 παραδόθηκαν σε άλλες παιδουπόλεις (Ωραιόκαστρο, Φλώρινα, Κρήτη, Ιωάννινα, Βόλο), 24 παραδόθηκαν στην Αστυνομία, 88 παρελήφθησαν ή δόθηκαν σε συγγενείς τους, 14 δεν τα παρέλαβε κανείς και για 5 δεν αναγράφεται η κατάληξή τους. Για ένα παιδί, τον Alexi L., αναφέρεται στο βιβλίο ότι «απήχθη από τον πατέρα του».
Και αυτοί οι αριθμοί δεν είναι απόλυτα σωστοί. Τουλάχιστον 47 ονόματα παιδιών εμφανίζονται από δύο έως και πέντε φορές στη λίστα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Memeti M. Τα ίδια παιδιά το έσκαγαν από το ίδρυμα, επέστρεφαν μόνα τους για ένα πιάτο φαγητό και εξαφανίζονταν πάλι. Συχνά δήλωναν ψεύτικα ονόματα. Το μέγιστο διάστημα παραμονής παιδιού εκεί ήταν 74 ημέρες. Το ελάχιστο, λίγες ώρες. Ο Memeti M. εμφανίζεται σε διαφορετικές ημερομηνίες να μένει στο ίδρυμα μία ημέρα, μετά μηδέν ημέρες, μετά δύο.
Οι εξαφανίσεις από το ίδρυμα
Στη λίστα των παιδιών που φαίνεται πως διέφυγαν και αγνοούνται βρίσκεται και το όνομα του Γιούλι Σούλι. Σήμερα είναι 24 ετών και ζει στο Πόγραδετς της Αλβανίας. Τον συναντώ στο σπίτι του, στην άκρη ενός λόφου που κοιτάζει τη λίμνη Οχρίδα. Μένει σε ένα δωμάτιο που χωράει μια ξυλόσομπα, ένα κρεβάτι, αυτόν και τη γυναίκα του.
«Ημουν 10 ετών όταν πήγα στην Ελλάδα. Πήγα να ζητιανέψω για να βγάλω λεφτά για την οικογένειά μου. Μας έπιασε η Αστυνομία όμως και μας πήγε στο “Αγία Βαρβάρα”», λέει. Θυμάται ότι το φαγητό ήταν καλό και ότι τους φρόντιζαν. Αλλά μια μέρα πήδηξε από το παράθυρο του πρώτου ορόφου και έφυγε.
Αυτό το παράθυρο ήταν η βασική οδός διαφυγής για τους ανήλικους. Στις 9 Ιανουαρίου 2000, μία από τις επιμελήτριες του «Αγία Βαρβάρα» γράφει στο ημερολόγιο του ιδρύματος: «Ιωάννα, να θυμίσεις στη διευθύντρια ότι τα παράθυρα της σκάλας είναι εντελώς ακατάλληλα. Την Τρίτη που θα έλθουν τα παιδιά των φαναριών, θα φεύγουν ομαδικά με μεγάλη ευκολία».
Ο φόβος ήταν ένας από τους λόγους που κάποια από τα παιδιά του «Αγία Βαρβάρα» κατευθύνονταν στο παράθυρο του πρώτου ορόφου και το έσκαγαν μόνα τους. Ο Αλμπάν λέει ότι αρκετά παιδιά επέστρεψαν στους διακινητές τους γιατί αγωνιούσαν μήπως πάθουν κακό οι οικογένειές τους στην Αλβανία. «Αμα είχα ένα νούμερο, ένα τηλέφωνο από τους γονείς μου να τους πάρω, θα είχα μείνει. Γιατί όλα εκεί ήτανε καλά», λέει.
Οι διακινητές
Αλλα παιδιά τα άρπαξαν, σύμφωνα με τα αρχεία, οι διακινητές από το ίδρυμα. Στις 15 Μαρτίου 2000 ένα ακόμη παιδί, ο Meidan I., δέχθηκε την επίσκεψη μιας γυναίκας που εμφανίστηκε ως μητέρα του και τον πήρε μαζί της από την πόρτα που ήταν ξεκλείδωτη για την είσοδο μελών της χορωδίας. Στις 15 Ιουλίου 1999, επιμελήτρια γράφει ότι μια Τσιγγάνα ζητούσε να πάρει ένα παιδί λέγοντας ότι είναι η μητέρα του, αλλά «το παιδί είπε ότι είναι η μαφία». Στις 18 Μαΐου 2001, άλλη επιμελήτρια γράφει για κάποια Τσιγγάνα που εμφανιζόταν πολλές φορές στο ίδρυμα ως συγγενής, φίλη ή διερμηνέας. Η γυναίκα άρπαξε τον ανήλικο Gellular M. και τον παρέδωσε σε δύο άγνωστους άντρες οι οποίοι τον έβαλαν σε διερχόμενο ταξί.
Ο Θεόδωρος Κοτσώνης ενημερώθηκε ότι τα παιδιά το σκάνε από το ίδρυμα λίγες ημέρες μετά την έναρξη του προγράμματος. «Σκέφτηκα αμέσως να τα εμποδίσουμε. Αυτό θα σήμαινε όμως φύλαξη, Αστυνομία, τοίχο ή συρματόπλεγμα. Αυτά δεν ήμουν διατεθειμένος να τα κάνω. Ηταν χώρος παιδικής προστασίας», λέει.
Προτού το σκάσει ο Γιούλι, είχε συμπέσει στο ίδρυμα με τα αδέρφια του, Γκέντζι και Φατιόν. «Αυτός που τα πήρε συμπεριφερόταν άσχημα. Τα έβαζε να ζητιανεύουν. Δεν μας έδινε λεφτά. Μας είπε ότι θα τα προσέχει, όχι ότι θα τα έβγαζε στον δρόμο», μου λέει η μητέρα τους, Βασιλίκα Κόβατς. Εχει στολίσει τους τοίχους του σπιτιού της με τις φωτογραφίες του μικρότερου γιου, του Φατιόν ή Τόνι, όπως τον αποκαλεί χαϊδευτικά. Αν και ο Γιούλι με τον Γκέντζι επέστρεψαν στην Αλβανία, αυτός δεν τους ακολούθησε. «Εμεινε Ελλάδα αυτός», λέει.
«Με πουλούσαν οι γονείς μου»
Εντοπίσαμε τον Τόνι στη Θεσσαλονίκη. Μένει σε ένα διαμέρισμα μαζί με τη γυναίκα του και τον τεσσάρων μηνών γιο τους. Είναι 21 ετών και έχει τα μάτια της μητέρας του. Το πρόσωπό του όμως, ακόμα και ο τρόπος που στέκεται ρίχνοντας το βάρος του στο ένα πόδι, θυμίζουν έντονα τον πατέρα του.
Στις παλάμες του έχει χτυπήσει σε τατουάζ τη φράση «ο κόσμος είναι στα χέρια σου» και στο στέρνο το σχέδιο μιας διπρόσωπης γυναίκας που συμβολίζει το κακό και το καλό που συνυπάρχουν στους ανθρώπους. «Με πουλούσαν οι γονείς μου. Εβλεπα ότι έδιναν λεφτά για να με πάρουν οι Τσιγγάνοι», λέει.
Οι μετακινήσεις του Τόνι από την Αλβανία στην Ελλάδα ξεκίνησαν στα έξι του χρόνια, όπως συνέβη και με τον Αλμπάν. Κάποιες φορές ήταν μόνος, άλλες μαζί με τα αδέρφια του. «Μας έπαιρναν από την Αλβανία, από τα βουνά, και μόλις φτάναμε στην Αθήνα μάς έβαζαν στα φανάρια», λέει. Θυμάται να μένει σε διαμέρισμα κοντά στην Ομόνοια. Αυτός, τα δύο αδέρφια του και τέσσερα κορίτσια. Τους φυλούσε ένα ζευγάρι. Κρεβάτια δεν υπήρχαν, παρά μόνο ένας καναπές για τους διακινητές τους.
«Μια φορά που δεν είχα φέρει τα λεφτά στο σπίτι, γέμισαν έναν κουβά με νερό και με πνίγαν μέσα», λέει ο Τόνι. «Αμα αντιδρούσαμε, μπορεί και να μας σκότωναν κιόλας. Δεν έχουν ψυχή. Τους ενδιέφερε μόνο το χρήμα».
Περνούσε όλη την ημέρα στον δρόμο. Δεν ήξερε ελληνικά. Συνεννοούνταν με λίγες λέξεις και κινήσεις. Θυμάται μια μέρα να τον κυνηγούν κάποιοι άγνωστοι για τους οποίους τα άλλα παιδιά των φαναριών έλεγαν ότι έκαναν εμπόριο οργάνων.
«Μου φωνάζανε, νόμιζα ότι θέλουν το κακό μου και το έσκαγα»
Στο «Αγία Βαρβάρα» ο Τόνι βρέθηκε αρκετές φορές. «Με πιάναν από την Αστυνομία από εδώ», λέει και σηκώνει τον γιακά του. «Δεν μου βάζαν χειροπέδες γιατί τα χέρια μου ήταν μικρά, και έβγαιναν». Στο ίδρυμα του έλεγαν να μη δραπετεύσει ξανά. «Μικρό παιδί εγώ, μου φωνάζανε, νόμιζα ότι θέλουν το κακό μου και το έσκαγα. Ανοίγαμε το παράθυρο, πηγαίναμε προς το γήπεδο, σκαρφαλώναμε μια σιδερένια πόρτα και τρέχαμε», λέει.
Μεταφραστής δεν υπήρχε στο ίδρυμα, αν και τα περισσότερα παιδιά ήταν αλβανικής καταγωγής. Τα εργαστήρια ραπτικής, που λειτουργούσαν παλαιότερα στο ίδρυμα για τα κορίτσια που φιλοξενούνταν εκεί, είχαν καταργηθεί και οι δασκάλες εργάζονταν πλέον ως επιμελήτριες χωρίς να έχουν τις απαραίτητες γνώσεις. Οι περισσότεροι εργαζόμενοι του προγράμματος είναι σήμερα συνταξιούχοι και δεν θέλουν να αναφερθούν σε εκείνα τα χρόνια. Μία ψυχολόγος και μία επιμελήτρια που μίλησαν ανώνυμα στην «Κ» τονίζουν ότι βασικά προβλήματα του προγράμματος ήταν η υποστελέχωση, η ακαταλληλότητα του κτιρίου και η απουσία διερμηνέων.
«Η συμπεριφορά των παιδιών ήταν άγρια. Δεν ήταν να τους πεις κάτι και να κάτσουν φρόνιμα. Θα σε τρώγανε. Ηταν και οι συνθήκες. Ηταν άγριες οι συνθήκες», λέει ο Τόνι.
Σε μια από τις πιο επεισοδιακές νύχτες στο ίδρυμα, στις 26 Ιουνίου 1999, μια επιμελήτρια της βραδινής βάρδιας γράφει στο ημερολόγιο: «Τα Αλβανάκια του προγράμματος μαλώσανε πάλι κατά τις 22.30. Μέχρι και σανίδες από τα κρεβάτια βγάζανε και παίξανε ξύλο». Στις 2.15 γράφει πάλι: «Τα πράγματα στον πρώτο είναι άσ’ τα να πάνε, πλέον βγήκα εκτός εαυτού. Είναι απαράδεκτο να είμαι με τέτοια παιδιά μόνη μου, χωρίς βοήθεια καμιά. Αυτό δεν είναι βάρδια, είναι η Κόλαση του Δάντη». Στην ίδια καταχώριση η επιμελήτρια συνεχίζει: «Πού είναι οι ορκισμένοι άνθρωποι του περίφημου προγράμματος των φαναριών;». Δεν άντεξε, μέχρι που κάλεσε την Αστυνομία Ανηλίκων. «Μου είπαν πως με κατανοούν αλλά δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Εχουν παιδιά στα κρατητήρια και οι υπεύθυνοι λείπουν. Μου είπε ο κύριος αστυνόμος ότι ξέρουν καλά τι παιδιά μάς έχουν στείλει...», γράφει στο τέλος.
Ακούστε αποσπάσματα από το ημερολόγιο των επιμελητριών:
Βόλος και μετά Θεσσαλονίκη
Με αυτές τις συνθήκες η παραμονή του Τόνι και άλλων παιδιών στο ίδρυμα ήταν -και- θέμα τύχης. Την τελευταία φορά που τον έστειλαν πάλι εκεί, ενώ απέλασαν τον αδερφό του, αποφάσισε να κάτσει. Στάλθηκε στην Παιδόπολη του Βόλου και από εκεί στο Παπάφειο στη Θεσσαλονίκη. Στα 12 του πρωταγωνίστησε μαζί με τον ηθοποιό Μιχάλη Ιατρόπουλο στη βραβευμένη μικρού μήκους ταινία «Protection», του σκηνοθέτη Χρήστου Νικολέρη.
Ο Τόνι αριστερά σε σκηνή από την ταινία του Χρήστου Νικολέρη και δεξιά στο διαμέρισμά του σήμερα στη Θεσσαλονίκη.
«Είχε το θάρρος και το περήφανο βλέμμα που χρειαζόμουν», λέει ο σκηνοθέτης για τον Τόνι. Αφού εργάστηκε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων και ως διανομέας διαφημιστικών φυλλαδίων, ο Τόνι είναι σήμερα άνεργος. Μαζί με έναν φίλο του από το Παπάφειο έχουν φτιάξει το μουσικό χιπ-χοπ συγκρότημα Ορφανές Ψυχές. Συμπυκνώνουν τα βιώματά τους σε στίχους όπως: «Δύσκολα να έχεις άνθρωπο εμπιστοσύνης/ άραγε ποιος φταίει ποιος έχει την ευθύνη».
Ο Αλμπάν δεν κάθισε στο «Αγία Βαρβάρα» σαν τον Τόνι. Μια μέρα πέταξε με έναν φίλο του την μπάλα ποδοσφαίρου πάνω από τα κάγκελα, βγήκαν έξω δήθεν για να την πάρουν και εξαφανίστηκαν. Επέστρεψε στην Κορυτσά μόνος για να βρει τους γονείς του, αφού ζητιάνεψε και αγόρασε εισιτήριο για την Αλβανία. Εκεί τον στήριξε η Μη Κυβερνητική Οργάνωση Terre Des Hommes. Εμαθε την τέχνη του κουρέα, αλλά κατέληξε να προσέχει τα γουρούνια και το άλογο κάποιου συντοπίτη του.
Η Αλβανίδα κοινωνική λειτουργός Μιρέλα Καπεντάνι κατέγραψε την ιστορία του σε ένα βιβλιαράκι που ο Αλμπάν κουβαλάει συχνά μαζί του. «Είχε μεγαλώσει και είχε γίνει άντρας πριν από την ώρα του», έγραψε η Καπεντάνι. «Πάνω στους ώμους του είχε το βάρος μιας ζωής δύσκολης».
Πηγή