ΠΗΓΗ |
Η δυσλεξία και η ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας) είναι δύο διαταραχές που απασχολούν συχνά γονείς, εκπαιδευτικούς και επαγγελματίες υγείας. Αν και διαφέρουν στις εκδηλώσεις τους, μια πρόσφατη έρευνα έρχεται να μας δείξει ότι αυτές οι δύο μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να μοιράζονται κοινές γενετικές ρίζες.
Τι είναι η δυσλεξία και η ΔΕΠΥ
Η δυσλεξία επηρεάζει κυρίως την ικανότητα του ατόμου να διαβάζει, να γράφει και να επεξεργάζεται γραπτές πληροφορίες. Στα άτομα με δυσλεξία, η ανάγνωση μπορεί να γίνεται αργά, με δυσκολία κατανόησης και συχνά υπάρχουν λάθη στην ορθογραφία. Η δυσλεξία δεν σχετίζεται με το νοητικό δυναμικό του ατόμου, αλλά με τον τρόπο που ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τη γλώσσα.
Η ΔΕΠΥ, από την άλλη, χαρακτηρίζεται από δυσκολία συγκέντρωσης, υπερκινητικότητα και παρορμητικότητα. Άτομα με ΔΕΠΥ δυσκολεύονται να μείνουν συγκεντρωμένα σε μία δραστηριότητα, ενώ συχνά έχουν έντονη ανάγκη να κινούνται συνεχώς ή να ενεργούν απερίσκεπτα.
Τι μας αποκαλύπτει η νέα έρευνα
Μια σημαντική έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, που δημοσιεύτηκε στο Molecular Psychiatry, έρχεται να ρίξει φως στη γενετική βάση της δυσλεξίας και της ΔΕΠΥ, δείχνοντας πώς οι δύο αυτές διαταραχές συνδέονται σε γενετικό επίπεδο. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από μεγάλες βάσεις γενετικών πληροφοριών, όπως το Psychiatric Genomics Consortium και τη γνωστή εταιρεία γενετικών αναλύσεων 23andMe. Αναλύοντας γενετικά δεδομένα από περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους, οι επιστήμονες εντόπισαν γενετικές περιοχές που σχετίζονται με τη δυσλεξία και τη ΔΕΠΥ. Στη μελέτη τους, διαπίστωσαν ότι οι δύο διαταραχές μοιράζονται 49 κοινές γενετικές περιοχές, ενώ 40 από αυτές τις περιοχές δεν είχαν αναγνωριστεί προηγουμένως.
Ένας από τους βασικούς στόχους της έρευνας ήταν να βρεθούν περιοχές στο γονιδίωμα που συνδέονται τόσο με τη δυσλεξία όσο και με τη ΔΕΠΥ. Χρησιμοποιώντας εξελιγμένα στατιστικά εργαλεία, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι δύο διαταραχές συνδέονται περισσότερο μέσω ενός γενετικού παράγοντα που σχετίζεται με δυσκολίες προσοχής και μάθησης. Αυτός ο παράγοντας ήταν πιο ισχυρά συνδεδεμένος με τη ΔΕΠΥ, παρά με άλλες ψυχιατρικές και νευροαναπτυξιακές καταστάσεις, όπως ο αυτισμός και το σύνδρομο Tourette. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, αναγνωρίστηκαν επίσης 174 γονίδια που φαίνεται να εμπλέκονται και στις δύο διαταραχές, από τα οποία τα 121 δεν είχαν εντοπιστεί ξανά σε σχετικές έρευνες.
Η ανακάλυψη αυτών των κοινών γενετικών παραγόντων δεν σημαίνει απαραίτητα ότι αν ένα άτομο έχει δυσλεξία θα έχει σίγουρα και ΔΕΠΥ ή το αντίστροφο. Ωστόσο, δείχνει ότι υπάρχουν κοινές βιολογικές βάσεις που μπορεί να εξηγούν γιατί μερικά άτομα εμφανίζουν και τις δύο διαταραχές ταυτόχρονα. Όπως εξηγεί η Austėja Čiulkinytė, η επικεφαλής της έρευνας και υποψήφια διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, «αυτή είναι η πρώτη φορά που η γενετική της δυσλεξίας μελετάται σε σχέση με ψυχιατρικές καταστάσεις, και στο μέλλον θα πρέπει να εξεταστούν και άλλες μαθησιακές δυσκολίες όπως η δυσαριθμησία και η δυσπραξία».
Η κατανόηση αυτής της γενετικής σύνδεσης μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στον τρόπο που προσεγγίζουμε την εκπαίδευση και την υποστήριξη των ατόμων με δυσλεξία και ΔΕΠΥ. Η καθηγήτρια Michelle Luciano, μια εκ των συντακτών της μελέτης, αναφέρει ότι «κατανοώντας τη γενετική βάση της δυσλεξίας και της ΔΕΠΥ, μπορούμε να δημιουργήσουμε πιο στοχευμένες παρεμβάσεις για αυτά τα άτομα, είτε στο εκπαιδευτικό πλαίσιο είτε στον εργασιακό χώρο». Αυτή η νέα γνώση θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξατομικευμένες στρατηγικές μάθησης και υποστήριξης, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τις συγκεκριμένες ανάγκες των ατόμων με δυσλεξία και ΔΕΠΥ. Αντί, δηλαδή, να αντιμετωπίζονται οι διαταραχές ξεχωριστά, μια πιο ολιστική προσέγγιση που αναγνωρίζει τις κοινές ρίζες τους θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματική.