5/5/23

Επιθετικότητα στην προσχολική ηλικία

Το παιδί σας δαγκώνει; – H Κιβωτός
πηγη


 Πόσες φορές έχετε πάει στην παιδική χαρά ή στον παιδότοπο, κι εκεί που το μικρό σας τρέχει και παίζει, ελεύθερο και χαρούμενο, κι εσείς ανέμελοι κάθεστε και ρεμβάζετε, ακούτε ξαφνικά φωνές και κλάματα και βλέπετε το μικρό σας να σπρώχνεται με ένα άλλο παιδί, διεκδικώντας το ίδιο παιχνίδι; Πόσες φορές έχει τύχει να αρνηθείτε κάτι στο παιδί κι εκείνο να αρχίσει να σας χτυπά, να σας δαγκώνει ή να πέσει στο πάτωμα ουρλιάζοντας, με κίνδυνο να αυτοτραυματιστεί;

 

Επιθετικότητα και ηλικία:

Το φαινόμενο της επιθετικότητας στην προσχολική ηλικία είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο, ιδιαίτερα ανάμεσα στις ηλικίες 2-4 ετών, ενώ μερικές φορές ξεκινάει και νωρίτερα, από την ηλικία των 18 μηνών. Οι γονείς συνηθίζουν να πανικοβάλλονται σε κάθε επιθετική συμπεριφορά του παιδιού. Είτε τρέχουν στον παιδοψυχολόγο, φοβισμένοι οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν αυτή τη συμπεριφορά, είτε καταφεύγουν σε παρόμοια επιθετική συμπεριφορά, μαλώνοντας, φωνάζοντας και τιμωρώντας το νήπιο.

Συνειδητή και ασυνείδητη επιθετικότητα:

Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα απ’ όλα πως το να μιλάμε για συνειδητή επιθετικότητα εκ μέρους του παιδιού είναι άτοπο και άκυρο, καθώς ως επιθετική χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά που μοναδικό της στόχο έχει να βλάψει τον άλλον. Αν δεν υπάρχει αυτή η πρόθεση, όση ζημιά κι αν προκαλεί μια συμπεριφορά, δεν μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως επιθετική. Στις ηλικίες αυτές, ο εγκέφαλος δεν έχει ολοκληρωθεί, και η πρόθεση δεν μπορεί να συνδεθεί με την πράξη. Το παιδί δεν μπορεί να αναγνωρίσει την άμεση συνέπεια της πράξης του και δεν μπορεί να πράξει με απώτερους σκοπούς, άρα δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε επιθετική την καθ’ αυτή συμπεριφορά του.

Επομένως, εύλογα αναρωτιέται κάποιος, αφού δεν υπάρχει πρόθεση βλάβης, τι είναι αυτό που παρακινεί ένα παιδί να αντιδράσει επιθετικά; Πρώτα απ’ όλα, ειδικά στις ηλικίες 1-3 ετών, η λεκτική επικοινωνία είναι ακόμη περιορισμένη κι έτσι το παιδί δεν βρίσκει άλλον τρόπο να εκφραστεί πέρα από το κλάμα, τη φωνή και τη σωματική ενέργεια. Φαντάζεστε να χάνατε για μια ημέρα τη φωνή σας και όλοι να προσπερνούσαν τα θέλω σας ως ασήμαντα; Αλήθεια, πώς θα αντιδρούσατε;

Επιθετικότητα και ανατομία:

Έπειτα, όπως ήδη προαναφέρθηκε, οι εγκεφαλικές διεργασίες δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη. Πιο συγκεκριμένα, οι μετωπιαίοι λοβοί και ο προμετωπιαίος φλοιός, το εμπρόσθιο τμήμα τους, τα μέρη του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνα για τη μνήμη, τον προγραμματισμό, την εμπρόθετη συμπεριφορά, την επίτευξη στόχων και τον έλεγχο των παρορμήσεων, είναι τα τελευταία που ωριμάζουν σε μια διαδικασία που αρχίζει περίπου στα 3 έτη και συνεχίζουν να αναπτύσσονται ως και την εφηβεία. Θα μπορούσαμε να μπούμε σε πιο βαθιά μονοπάτια εξερεύνησης του παιδικού εγκεφάλου, αλλά ας αρκεστούμε σε αυτές τις πληροφορίες, ώστε να συνειδητοποιήσουμε πως στις προσχολικές ηλικίες οι ενστικτώδεις αντιδράσεις, οι παρορμήσεις και η συναισθηματική φόρτιση υπερισχύουν των λογικών διεργασιών. Είναι σχεδόν παράλογο να ζητήσεις από ένα νήπιο να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες της πράξης του και να προνοήσει να μην ξανασυμβεί, καθώς δε διαθέτει τα απαραίτητα εργαλεία, ώστε να επεξεργαστεί τα δεδομένα.

Τέλος, η συνείδηση του εαυτού και της ατομικότητας είναι εντονότερη παρά ποτέ στην προσχολική ηλικία. Τείνει να φθίνει μετά την ηλικία των 3-4 ετών, όπου και αρχίζουν να αναπτύσσονται οι κοινωνικές δεξιότητες. Πώς μπορούμε, λοιπόν, να πούμε το παιδί να διαδράσει με συνομηλίκους και να αναπτύξει επιτυχώς τις απαραίτητες δεξιότητες για μια ομαλή προσαρμογή στο κοινωνικό σύνολο;

Πρωτίστως…

…είναι σημαντικό να είμαστε δίπλα στο παιδί την ώρα του παιχνιδιού, καθώς συνήθως θα χρειαστεί να το προστατέψουμε από κάποια επιθετική συμπεριφορά ή να το εμποδίσουμε να αντιδράσει το ίδιο επιθετικά. Αποτρέπουμε ενδεχόμενο χτύπημα, μπαίνοντας ανάμεσα στα παιδιά ως «τείχος», και απευθυνόμαστε στο παιδί που ετοιμαζόταν να χτυπήσει, γινόμαστε ηωνή του άλλου παιδιού, αν δεν μπορεί ακόμη το ίδιο να εκφραστεί. Μια απλή διατύπωση αρκεί και θέτει τα απαραίτητα όρια :«όχι, στον … δεν του αρέσει να το χτυπούν». Το ίδιο πράττουμε αν το παιδί χτυπάει ή δαγκώνει εμάς. Με ηρεμία και υπομονή, θέτουμε το προσωπικό μας όριο: «δεν μου αρέσει να με χτυπάς». Επαναλαμβάνουμε όσες φορές κι αν χρειαστεί. Έτσι διδάσκουμε στο παιδί πως συγκεκριμένες συμπεριφορές δεν είναι αποδεκτές, χωρίς όμως να απορρίπτουμε το ίδιο με χαρακτηρισμούς, εκφοβίζοντας το ή τιμωρώντας το. Επιπλέον, του δείχνουμε το δρόμο ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε ανάλογη περίσταση.

 

Αντιμετώπιση:

Αν κάποια παιδιά έχουν εμπλακεί ήδη σε χειροδικία, αρχικά παρηγορούμε το παιδί που δέχτηκε το χτύπημα, ηρεμώντας το. Αν το παιδί που έδωσε το χτύπημα είναι το δικό μας, το συζητάμε σε δεύτερο χρόνο μαζί του. Αν όχι, απλά, θέτουμε το όριο μας και αφήνουμε τους δικούς του γονείς να διαχειριστούν την κατάσταση. Το να μαλώσουμε εκείνη την ώρα το παιδί που χειροδίκησε δεν προσφέρει τίποτα σε κανένα από τα δυο παιδιά, καθώς το ένα συνεχίζει να αναζητά παρηγοριά και το άλλο δεν έχει συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί.

Αφήνουμε, κατά τ’ άλλα τα παιδιά να διαδράσουν ελεύθερα, από τη στιγμή που δεν κινδυνεύει κάποιο από τα δυο. Δεν παρεμβαίνουμε στο παιχνίδι, δίνοντας  ανούσιες οδηγίες, παρά μόνο αν μας το ζητήσουν τα παιδιά. Σε αυτές τις ηλικίες η διεκδίκηση των ίδιων πραγμάτων είναι σύνηθες φαινόμενο. Το να προτρέπουμε τα παιδιά να μοιραστούν ή να τους παίρνουμε το «ποθητό» αντικείμενο, για να «μάθουν να συνεργάζονται», δε διδάσκει τίποτα στα παιδιά. Μπορούμε να διευκολύνουμε τη διαδικασία μεταφράζοντας στο ένα παιδί αυτό που θέλει το άλλο, αντικειμενικά και ήρεμα, διαμεσολαβώντας και επικοινωνώντας τα θέλω του ενός στο άλλο, χωρίς να παίρνουμε το μέρος κανενός από τα δυο.

Προσωπικό παράδειγμα:

Δίνουμε το δικό μας παράδειγμα, παίζοντας οι ίδιοι με το παιδί, ή συμμετέχοντας στο παιχνίδι τους και μοιραζόμενοι τα πράγματα μας. Πολλοί γονείς συχνά στην προσπάθεια τους να φανούν ευγενικοί σε μάτια τρίτων, παραχωρούν παιχνίδια του παιδιού τους, χωρίς να τα ρωτήσουν. Ή παραχωρούν το παιχνίδι στο παιδί που κλαίει (συνήθως το μικρότερο). Άλλοι απαιτούν από το παιδί τους να μοιραστεί, ενώ οι ίδιοι δεν μοιράζονται μαζί του τα δικά τους αντικείμενα. Η μίμηση λειτουργεί σε αυτές τις ηλικίες καλύτερα από οποιαδήποτε σύσταση ή οδηγία και ο γονέας αποτελεί το πρότυπο συμπεριφοράς.
Τέλος, το νήπιο ενδεχομένως να εκφραστεί επιθετικά όταν οι ανάγκες του δεν είναι καλυμμένες. Η έλλειψη ύπνου ή φαγητού, η τηλεθέαση, η κούραση από πολλές δραστηριότητες, ή η συνεχής παραμονή στο σπίτι, χωρίς επαφή με τη φύση ή εξωτερικές δραστηριότητες, ωθούν ένα παιδί σε υπερδιέργερση και επιθετικότητα

Από την άλλη…

…η επαναλαμβανόμενη επιθετικότητα εκ μέρους του παιδιού, μπορεί να κρύβει βαθύτερες αιτίες. Η υπερβολική αυστηρότητα/παραχωρητικότητα του γονέα μπορεί να οδηγήσει το παιδί να εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης προς τον ίδιο του τον εαυτό. Το παιδί, καθώς δε μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, αφού η έλλειψη κατανόησης από τον γονέα είναι εμφανής, καταλήγει σε tantrum ή σε επίθεση εναντίον του γονέα ή και τρίτων. Επίσης αλλαγές στην οικογένεια -διαζύγιο, θάνατος, μετακόμιση, νέο μέλος- έχουν αρνητική επίδραση πάνω στο παιδί, το οποίο βιώνοντας μια νέα κατάσταση, ενδεχομένως να παρουσιάσει επιθετικές τάσεις.

Και φυσικά, η μίμηση γονεϊκών συμπεριφορών είναι σίγουρο πως θα απορροφηθεί και θα επαναληφθεί από το παιδί. Υπάρχει βίαιη αντιμετώπιση του παιδιού από τους γονείς; Με τον όρο βία δεν εννοούμε μόνο τις συνήθεις κακοποιητικές πρακτικές (π.χ. ξυλοδαρμός), αλλά κάθε χτύπημα εις βάρος του παιδιού (τράβηγμα αυτιού, μια στον πωπό «για να στρώσει» κλπ.), καθώς και κάθε λεκτική απειλή προς το παιδί (ψυχολογική/λεκτική βία). Η βία, επίσης, προς άλλο μέλος της οικογένειας (π.χ. του πατέρα προς τη μητέρα), οι συχνοί τσακωμοί, οι φωνές, καθώς και οι συχνές τιμωρίες επιθετικού τύπου εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, συντελούν στο να μάθει το παιδί πως η επιθετικότητα είναι μια αποδεκτή συμπεριφορά κοινωνικών συνδιαλλαγών και παράδειγμα προς μίμηση.

Σε κάθε περίπτωση…

…δεν χρειάζεται να πανικοβληθούμε σε πιθανή εκδήλωση επιθετικότητας από το παιδί, αλλά να βρούμε από πού πηγάζει ώστε να μπορέσουμε να την αντιμετωπίσουμε με επιτυχία. Βρισκόμαστε συνεχώς στο πλάι στων παιδιών, όχι μπροστά, ούτε πίσω. Συνοδοιπόροι, και όχι εξουσιαστές, προσπαθούμε να ακούσουμε τις δικές τους εσωτερικές ανάγκες και αναζητήσεις, χωρίς να ανακόπτουμε τη φυσική τους πορεία και χωρίς να καταπιέζουμε συναισθήματα που εμείς αδυνατούμε να αντιμετωπίσουμε

Καλλιεργούμε το έδαφος, ώστε τα παιδιά μας να είναι ικανά να μας εμπιστευτούν, να μας συμβουλευτούν και να εκφράσουν ελεύθερα τα συναισθήματα τους. Δίνουμε διόδους έκφρασης και διεξόδους στην επιθετικότητα, ενώ τα βοηθάμε να επιλύσουν τις ψυχικές συγκρούσεις και τις ματαιώσεις που βιώνουν. Δεν ξεχνάμε ποτέ πως και τα παιδιά, όπως και εμείς, αντιμετωπίζουν προκλήσεις, δυσκολίες, και οφείλουμε να το κατανοήσουμε και να τους δείξουμε το δρόμο ώστε να βρουν μόνα τους τη λύση.

Εμείς αποτελούμε τον οδηγό για την ομαλή κοινωνικοποίηση τους. 

Πηγή

.