πηγη |
Ένα θέμα που έχει απασχολήσει διαχρονικά τους ψυχολόγους, όλων των θεωρητικών σχολών, είναι αυτό της παιδικής επιθετικότητας. Πώς γίνονται επιθετικά τα παιδιά, από τη νηπιακή ακόμα ηλικία, και γιατί. Η διαμάχη εντοπίζεται στο εάν η παιδική επιθετικότητα είναι μια ενδογενής αντίδραση, μια βιολογική ορμή ή κατά πόσο είναι το αποτέλεσμα ενίσχυσης και μίμησης κοινωνικών προτύπων.
Ξεκινώντας από τις ψυχαναλυτικές θεωρίες, έμφαση δίνεται στο ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με δυο βασικά ένστικτα: της επιβίωσης και του θανάτου. Το ένστικτο του θανάτου ή οι επιθετικές ορμές, άλλοτε στρέφονται προς τον ίδιο μας τον εαυτό (π.χ αυτοτραυματισμοί) και άλλοτε εκτονώνονται προς τα έξω με τη μορφή επιθετικής συμπεριφοράς απέναντι σε άλλους (π.χ ξυλοδαρμός, λεκτική βία). Αυτό είναι άρρηκτα δεμένο με την ανάγκη για επιβίωση όταν το άτομο νιώθει ότι απειλείται η ασφάλειά του.
Από την άλλη, θεωρίες της κοινωνικής ψυχολογίας προσεγγίζουν την παιδική επιθετικότητα από την πλευρά της επιρροής του κοινωνικού περιβάλλοντος και στο πως, από την νηπιακή ακόμα ηλικία, το άτομο μαθαίνει συγκεκριμένες συμπεριφορές. Μαθαίνουν μέσα από τη μίμηση και την ανατροφοδότηση που παίρνουν από το κοινωνικό τους περίγυρο. Πρωτίστως είναι οι γονείς που λειτουργούν ως μοντέλα μίμησης οπότε εάν χρησιμοποιούν βία για να επιλύουν τις διαφορές τους, τα παιδιά τους θα χρησιμοποιήσουν επιθετικές συμπεριφορές και στις δικές τους παιδικές, φιλικές, διαπροσωπικές σχέσεις. Στο ίδιο πλαίσιο σκέψης, η γειτονιά και οι συμμαθητές αποτελούν πρότυπα μίμησης επιθετικών συμπεριφορών για να μπορέσει το παιδί να ενσωματωθεί στην ομάδα και να γίνει αποδεκτό. Τέλος, τα ΜΜΕ και η έκθεση των παιδιών σε αυτά, αυξάνει τις πιθανότητες υιοθέτησης αποκλίνουσας συμπεριφοράς.
Οι θεωρίες της κοινωνικής μάθησης πηγαίνουν και ένα βήμα πιο πέρα αναφέροντας ότι η επιθετικότητα είναι μια «κοινωνική ταμπέλα» η οποία αποδίδεται σε ένα παιδί βάσει κοινωνικών και προσωπικών παραγόντων, ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται στο παιδί (π.χ σπίτι ή σχολείο ή κατασκήνωση ή εστιατόριο κλπ) αλλά και σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά αυτών που εμπλέκονται στο συμβάν (π.χ παιδί-παιδί, παιδί-δάσκαλος, παιδί-γονιός, ένα παιδί-ομάδα παιδιών κλπ).
Εδώ έρχονται άλλες θεωρίες της ψυχολογίας να προσθέσουν και τον βαθμό στον οποίο προηγούμενες εμπειρίες επηρεάζουν τον τρόπο αντίδρασης σε μια κατάσταση (π.χ ένα παιδί που δαγκώνει στο νηπιαγωγείο, θα εξαρτηθεί, το εάν θα το επαναλάβει, από το πόσο θετικά ή αρνητικά ενισχύθηκε αυτή η επιθετική συμπεριφορά την πρώτη φορά που την επέδειξε). Ένα παιδί που σπρώχνει άλλα παιδιά στις σκάλες του σχολείου την ώρα του διαλείμματος πρώτα συγκεντρώνει πληροφορίες του περιστατικού εκείνης της ημέρας συγκρίνοντάς τες με πληροφορίες παρόμοιου περιστατικού των προηγούμενων ημερών. Στη συνέχεια αποφασίζει ποια είναι η πρόθεσή του και οι κοινωνικοί στόχοι μιας τέτοιας πράξης (π.χ να φτάσω πρώτος στο κυλικείο, να δείξω ότι είμαι δυνατός, να κερδίσω την προσοχή τους έστω και μέσα από το να μου φωνάξουν ένα «ε! πρόσεχε!» κλπ). Το παιδί ζυγίζει τα υπέρ και τα κατά μιας τέτοιας συμπεριφοράς, αξιολογεί και επιλέγει το καλύτερο για τις δικές του ανάγκες, προσδοκίες, συνθήκες και το πραγματοποιεί συνυπολογίζοντας και τις συνέπειες της απόφασής του αυτής.
Στρέφοντας την προσοχή μας τώρα στην εξελικτική ψυχολογία, ερευνητικά δεδομένα καταλήγουν στο ότι η συχνότητα και η ένταση της επιθετικότητας μειώνεται όσο μεγαλώνει το παιδί (3,5 – 5 ετών παρατηρείται κάμψη). Αυτό ίσως να οφείλεται στο ότι το παιδί αποκτά μεγαλύτερο αυτοέλεγχο, μαθαίνει πιο κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους αλληλεπίδρασης, ξεκινά το νηπιαγωγείο οπότε δεν συναναστρέφεται μόνο με τους γονείς, που όπως προαναφέραμε αποτελούν τα πρώτα μοντέλα μίμησης συμπεριφορών, αυξάνεται η ευχέρεια στην χρήση του προφορικού λόγου, αρχίζει να αποκτά ενσυναίσθηση. Ανατροπές υπάρχουν σε καταστάσεις που βιώνονται ως «επικίνδυνες» ή «απειλητικές» για το παιδί (π.χ ένα διαζύγιο, η γέννηση αδερφού / αδερφής, η αλλαγή σχολείου, ένας θάνατος, μια ασθένεια κλπ). Και εδώ πάλι καλούμαστε να διαχωρίσουμε την «εχθρική επιθετικότητα» από την «συντελεστική επιθετικότητα». Δηλαδή, πότε ένα παιδί εσκεμμένα στοχεύει στο να προκαλέσει κακό ή βλάβη και πότε οι επιθετικές συμπεριφορές είναι ναι μεν επιζήμιες αλλά χρησιμοποιούνται ως μέσο για την επίτευξη κάποιου «άκακου» στόχου.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να διαχωρίσω την παιδική επιθετικότητα από μορφές αποκλίνουσας συμπεριφοράς. Αποκλίνουσες συμπεριφορές είναι οι αντικομφορμιστικές, οι επαναστατικές και οι παραβατικές συμπεριφορές. Συχνά επικρατεί σύγχυση και μπέρδεμα με τους όρους αυτούς και πολλές μορφές παιδικής (αλλά κυρίως νεανικής και εφηβικής) επιθετικότητας μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Η παραβατική συμπεριφορά συνιστά παράβαση νόμου, παράβαση νομικών κανόνων (π.χ κλοπή, κατοχή και χρήση ναρκωτικών ουσιών, σωματική βλάβη, βανδαλισμοί, απειλή, οπλοκατοχή κλπ) οι οποίοι τιμωρούν τους δράστες / παραβάτες για τις πράξεις τους αυτές. Έχει καθιερωθεί να χρησιμοποιείται ο όρος «παραβατικός» για τους ανήλικους ενώ ο όρος «εγκληματίας» για τους ενήλικες. Ενώ, λοιπόν, οι ανήλικοι γνωρίζουν ότι παραβαίνουν νόμους και κανόνες, γνωρίζουν ότι οι παραβάσεις αυτές τιμωρούνται, δεν αποκαλούνται «εγκληματίες» επειδή η λέξη από μόνη της είναι αρνητικά φορτισμένη και όχι τόσο κοινωνικά αποδεκτή για την συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα.
Η παιδική επιθετικότητα, όπως περιγράφηκε πιο πάνω, είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο και αναμενόμενο κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας αφού είναι μέρος της ωριμότητάς των παιδιών, της αλληλεπίδρασής τους, της κοινωνικοποίησής τους, της ανάπτυξης της υπευθυνότητάς τους, της οριοθέτησης και της πειθαρχίας τους. Η παιδική επιθετικότητα μπορεί να εξελιχθεί σε «δυσλειτουργική», «αντικοινωνική», «εχθρική» όταν αυξηθεί σε συχνότητα, ένταση, διάρκεια, όταν η πρόθεση είναι να προκληθεί βλάβη στο άλλο άτομο ή όταν χαθεί ο αίσθημα του αυτοελέγχου.
ΤΗΣ ΝΑΣΙΑΣ ΤΡΙΓΩΝΑΚΗ ΠΑΥΛΟΥ PhD*
*Λειτουργός Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας ΥΠΠΑΝ